Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007

Χριστούγεννα 2007

Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα κι αισθάνομαι μια θλίψη απέραντη να με πλημμυρίζει, αγαπητό μου blog. Μια σιχασιά για όσα συμβαίνουν γύρω μου, μια απογοήτευση, ένα βάρος ασήκωτο. Μέρες γιορτινές, ζεστές οικογενειακές στιγμές με φιλική συντροφιά γύρω από το τζάκι, πρόσωπα γελαστά, συζητήσεις ευχάριστες, γέλια, κι έξω ο βοριάς να λυσσομανά. Αυτά μας είχαν μάθει κι εγώ αυτά περίμενα σήμερα, μέρα που είναι.
Παραμονή της Γέννησης του Χριστού κι ακόμη και σήμερα, οι εφημερίδες και τα κανάλια εξακολουθούν να μας βομβαρδίζουν με το άλμα του Ζαχόπουλου στο κενό. Αλαζονικές συμπεριφορές, ίντριγκες, παράνομοι έρωτες, πάθη, εκβιασμοί, βουτιές στο κενό. Αναψυκτήρια που μετατρέπονται σε βίλες πολυτελείς, κακόμοιροι ανασφάλιστοι Ινδοί που βαφτίζονται φιλοξενούμενοι, χαμηλοσυνταξιούχοι που βλέπουν στ’ όνειρό τους βαρυφορτωμένους πάγκους με απλησίαστα, για την άδεια τσέπη τους, αγαθά, εργάτες, υπάλληλοι κι επαγγελματίες στους δρόμους για το ασφαλιστικό σε μια ύστατη προσπάθεια να περισώσουν ό,τι απόμεινε από τα λεηλατημένα ταμεία.
Ολόκληρη η χρονιά που πέρασε, κύλησε στον ίδιο ρυθμό. Από τον Βαρθολομαίο στον Ζαχόπουλο μ’ ενδιάμεσους σταθμούς υποκλοπές, κουμπάρους, πυρκαγιές, καμένους κι ομόλογα δομημένα. Στον επόμενο τόνο ένα καινούριο σκάνδαλο θα ξεσπάσει. Στον επόμενο τόνο μια νέα αποκάλυψη θ’ ακολουθήσει. Πάλι καλά που μεσολάβησαν και τα Ζωνιανά και γέλασε κάθε πικραμένος.
Φωνούλες χαρούμενες περίμενα σήμερα, αγαπητό μου blog. Παρέες από παιδάκια με τρίγωνα, με προσωπάκια χαρωπά να λένε τα κάλαντα. «Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας», μόνο που ο ορισμός δεν είναι τόσο αυτονόητος στην εποχή μας και το φιλοδώρημα ταπεινό κι απελπίστηκαν τα παιδιά και τα παράτησαν. Είναι κρίμα όμως. Αμαρτία από τον Θεό να στερούμαστε την κάθε μικρή χαρά και να συρόμαστε στον αγέλαστο κόσμο που μας έχουν επιβάλει. Γι’ αυτό κι εγώ το αποφάσισα. Την αλαζονεία τους δεν θα την ανεχθώ άλλο, τον ετσιθελισμό τους, την υποκριτική ηθική τους. Στο πείσμα τους θα εξακολουθήσω να γελώ, ν’ αντιστέκομαι, να φωνάζω πιο δυνατά και θα γράψω κι ένα βιβλίο.
Καλά Χριστούγεννα!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

"Μελί"

Δυο γιους είχε ο Δημητράκης, ο άρχοντας της Αγιά Φωτιάς. Δυο γιους, δυο παλικάρια μέχρι εκεί πάνω. Σ’ αυτούς είχε τα θάρρη του, για πάρτη τους θα τα ’βαζε και με τον κόσμο ολόκληρο αν χρειαζόταν. Και δεν είχε κι άδικο, εδώ που τα λέμε. Όλο το χωριό είχε να λέει για τους βλαστούς του Νίκου του Δημητράκη. Ο πρώτος, ο Αποστόλης, ήταν το καμάρι του. Έπαιρνε τα γράμματα και στα ’35 που τέλειωσε το γυμνάσιο, έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Θα γινόταν γιατρός. Ο άλλος ο μικρός, ο Μιχάλης, ήταν ο πιο ζόρικος. Αυτός δεν ήθελε τα γράμματα με τίποτα. Όταν τέλειωσε το δημοτικό, έπιασε τα χωράφια. «Δεν πάω εγώ στο γυμνάσιο», του έλεγε. «Δε μ’ αρέσει. Κρούβομαι στο σκολειό κι η Χώρα είναι αλάργο. Εμένα μ’ αρέσουνε τα χωράφια κι οι αγροτικές δουλειές. Επαέ θ’ απομείνω, να σε βοηθώ κιόλας».
Ό,τι κι αν του έκανε, δεν μπόρεσε τελικά να τ’ αλλάξει γνώμη. Τον έπιασε με το καλό, τον αγρίεψε, τον έδειρε με το βούρδουλα, τίποτα αυτός, εκεί. Να έχει πεισμώσει σαν το πουλάρι τ’ άστρωτο, και να μην κάνει βήμα παραπέρα. Σαν είδε κι απόειδε, τον έστειλε με τους εργάτες στα χωράφια. Παράγγειλε στον αρχιεργάτη του, τον Νικολή, να τον βάζει να κάνει τις πιο βαριές δουλειές, μπας κι απελπιστεί κι αλλάξει γνώμη στο τέλος.
Κι αυτός ο μπάσταρδος το διασκέδαζε. Καμάρωνε κι από πάνω πως δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τους άλλους εργάτες. Ψημένοι τόσα χρόνια στις κακοκαιρίες και τις βαριές αγροτικές δουλειές κι όμως τους συναγωνιζόταν στα ίσια. Κρυφογελούσε από μέσα του με τις αντιδράσεις του πατέρα του, που νόμιζε πως βάζοντάς τον στα δύσκολα θα τα παρατούσε. Στο τέλος πέρασε το δικό του. Θέλοντας μη θέλοντας ο Δημητράκης, έκανε την ανάγκη του φιλότιμο και τον κράτησε κοντά του.
Μαράζι το είχε να μάθουν τα παιδιά του γράμματα. Αλλά αφού δεν τα ήθελε ο Μιχάλης, τι να τον έκανε; Να τον σκότωνε; Άρχισε να τον παίρνει μαζί του στα χωράφια, στο χωριό και τα Γιαλοπόταμα. Φρόντιζε να του μαθαίνει τα μυστικά της φύσης και της αγροτικής δουλειάς. Όμορφος και γεροδεμένος ο Μιχάλης, ψημένος στα χωράφια, γρήγορα του μύρισε γυναίκα. Άμα είδε και την Κατερίνα, την κόρη του έμπορα του Πολάκη, έκανε σαν το πρωτόβγαλτο κριάρι που δεν το σταματά καμιά μάντρα.
Σαν είδε πως δεν τον έκανε καλά ο Δημητράκης, έστειλε προξενιό με τον παπα-Κωστή και τη ζήτησε. Κι ο φαντασμένος ο Πολάκης έδιωξε κακήν κακώς τον παπά και του γύρισε πίσω την προξενιά. Μα αυτός δεν κώλωσε. Δεν τις σήκωνε τέτοιες προσβολές. Κουβέντιασε με τον Νικολή, τον αρχιεργάτη του, και πρωί πρωί την άλλη μέρα, έβαλε τον Μιχάλη του κι έκλεψε την πανέμορφη Κατερίνα. Την ώρα που έσκυβε στη βρύση να γεμίσει το σταμνί της νερό, πρόβαλε ο Μιχάλης καβάλα στο μουλάρι και την άρπαξε.
Στα Γιαλοπόταμα την πήγε. Να δεις μετά απ’ αυτό σε πόση ώρα τα γύρισε ο έμπορας ο Πολάκης και συμφώνησε να γίνει ο γάμος! Μόνο να τους έβλεπες στην εκκλησία! Στα δεκαεννιά ο Μιχάλης, δεν είχε κλείσει ακόμη η Κατερίνα τα δεκάξι, άστραφτε η εκκλησία από τα νιάτα και την ομορφιά τους. Τους βοήθησε κι έστησαν το σπιτικό τους. Αρχόντους θα τους έκανε. Φιλοτιμήθηκε κι ο Πολάκης και τους έκτισε το σπίτι. Μέχρι να πάρουν στρατιώτη τον Μιχάλη, το ’39, είχαν προλάβει κι είχαν φτιάξει μιαν ωραία οικογένεια. Είχαν και δυο παιδιά. Ζευγαράκι, αγόρι, κορίτσι.
Το καλοκαίρι του ’40 δεν κατέβηκε ο Αποστόλης στην Αγιά Φωτιά. Ύστερα κηρύχτηκε ο πόλεμος κι έχασε τα ίχνη του. Τον Μιχάλη τον πήγαν στην Αλβανία, τότε που έφυγε η Μεραρχία της Κρήτης. Με τον καημό τους ζούσε. Αγωνιούσε για τον Μιχάλη, που ήταν στο μέτωπο, λαχταρούσε να πάρει νέα κι από τον Αποστόλη που είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.
Η γυναίκα του, η κερά Αντιγόνη, είχε πεθάνει κι είχε μείνει μόνος του. Με τους εργάτες την έβγαζε στα Γιαλοπόταμα όλη μέρα και κάθε βραδάκι ανηφόριζε στο χωριό καβάλα στο μουλάρι του. Ήταν το μόνο που του ’χε απομείνει. Δεν το παρέδωσε στην επιτροπή που πήγε να το επιτάξει. Όλα τ’ άλλα τούς τα ’δωσε με την όρεξή του. Και ζώα και χρήματα. Μαζί με την ψυχή του και τους δυο του γιους που πολεμούσαν για την πατρίδα. Γιατί κι ο Αποστόλης, δεν μπορεί, αφού δεν έδινε σημάδια ζωής, στο μέτωπο θα ήταν. Άλλωστε τους γιατρούς πρώτους τους πήραν. Αυτό τον συνέφερε κι αυτό ήθελε να πιστεύει.
Αλλά τούτο το μουλάρι, το μελί, το ’χε αναθρεμμένο ο ίδιος. Σαν παιδί του το ’χε. Τους το εξήγησε, έκαναν κι αυτοί τα στραβά μάτια, και του τ’ άφησαν. Συντροφιά το ’χε κι αποκούμπι. Κι αυτό, δυνατό και άγριο, το καταλάβαινε κι υπάκουε μόνο αυτόν. Κανέναν άλλο δεν άφηνε να το πλησιάσει σε απόσταση μεγάλη. Του μιλούσε σαν να ’ταν άνθρωπος. «Άντες εδά, ν’ ανεβούμε στο χωριό και πού το κατέχεις, μπορεί να ’χουν έρθει πράμα χαμπέρια», του ’λεγε κάθε αργά.
Λεβεντόγερος, στητός, ξεπέζευε έξω από το σπίτι του γιου του. Αφού έβλεπε την Κατερίνα και χάιδευε λίγο τα παιδιά, τους άφηνε ό,τι φαγώσιμο είχε καταφέρει να μαζέψει από τα χωράφια κι ετοιμαζόταν να φύγει. Εκεί άρχιζε να χάνει το θάρρος του. Η αγωνία τον έτρωγε αλλά ντρεπόταν και δεν ρωτούσε κάθε μέρα την Κατερίνα αν έμαθε τίποτα νέο για τον άντρα της, μόνο την κοίταζε στα μάτια με την ελπίδα να τρεμοπαίζει μέσα του. Καταλάβαινε αυτή. «Δεν έχω νέα, πατέρα», του έλεγε πικραμένη, κοκκίνιζε κι έσκυβε το κεφάλι σαν να έφταιγε η ίδια.
Χαμήλωνε τότε το κεφάλι του κι αυτός, καβαλούσε πάλι το μουλάρι κι αμίλητος γυρνούσε πίσω στα Γιαλοπόταμα.
Εκείνη η μέρα, στο τέλος του Ιούνη του ’41, δεν ήταν σαν τις άλλες. Με το που μπήκε στο χωριό, το βρήκε ολάδειανο. Σφαλιχτές πόρτες και παραθύρια, ψυχή ζώσα στον δρόμο, κι από το σπίτι του γιου του άκουσε θρήνο. Το προαισθανόταν το κακό. Μέρες τώρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι αν έκλεινε λίγο τα μάτια του κάποιο βράδυ αποκαμωμένος, ερχόταν αμέσως στον ύπνο του η γυναίκα του και του ’γνεφε αναστατωμένη.
Το αντιλαμβανόταν πως δεν ήταν γι’ αυτόν. Κάτι άλλο, κακό, θα του συνέβαινε. Έκανε λειτουργία στο χωριό, πήγε με τον παπά και θυμιάτισαν τον τάφο της, μα το πράμα δεν έλεγε ν’ αλλάξει. Και το Σάββατο που ’σφαξε ένα αρνί, έβαλε τον Νικολή να μελετήσει τη σπάλα του. «Δες τηνε, μωρέ εσύ, γιατί εγώ έχω κακό προαίσθημα», του είχε πει. Είχε πιάσει ο Νικολής τη σπάλα, ξεχώρισε με το χέρι του το κρέας και, πριν προλάβει να την κοιτάξει καλά καλά, πέταξε το κόκαλο του σκύλου που τ’ άρπαξε στον αέρα κι έφυγε τρέχοντας. «Ίντα ’δες;» τον είχε ρωτήσει ανήσυχος. «Πράμα. Ούλα καλά, αφεντικό». Και τι άλλο να του ’λεγε δηλαδή, πως είχε δει ορθάνοικτο τάφο στο σπιτικό του;
Έκανε πως τον πίστεψε ο Δημητράκης, αλλά η ανησυχία δεν έλεγε να τον αφήσει. Και τώρα, μόλις μπήκε στο χωριό, άκουσε θρήνο από του γιου του, του Μιχάλη, το σπίτι. Πήδηξε κάτω από το μουλάρι κι έτρεξε. Παραμέρισε άνδρες και παιδιά στην αυλή και με την ψυχή στο στόμα ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο καθιστικό.
Είδε τις γυναίκες να μαδιούνται και πάνω στο τραπέζι παρατημένο ένα ανοικτό μαντήλι, λεκιασμένο από αίμα. Πρόλαβε και ξεχώρισε το ρολόι του γιου του, τον χρυσό του σταυρό και το φυλακτό του. Πήρε στην αγκαλιά του τα εγγονάκια του, που τρομαγμένα είχαν βάλει τα κλάματα, και προσπάθησε να τα παρηγορήσει. Ένιωσε να πνίγεται.
Κατέβηκε τις σκάλες και σταμάτησε στην αυλή ίσα ίσα για ν’ ανάψει ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια ρουφηξιά, καβάλησε πάλι το μουλάρι και πήρε τον δρόμο για τα Γιαλοπόταμα. Τα μάτια του έτρεχαν και δεν ξεχώριζε καλά που πήγαινε. Μόλις βγήκε από το χωριό και πήρε το μονοπάτι που περνούσε πάνω από τους γκρεμούς, χάιδεψε με το χέρι του τον λαιμό του μουλαριού. «Κι εδά, μωρέ Μελί», του ’πε, «ίντα γίνεται; Εγώ ζωή δεν έχω μπλιο, του λόγου σου;»
Κοκάλωσε το μουλάρι απότομα λες και κατάλαβε τα λόγια και τον πόνο του. Ανατρίχιασε, ολόρθη ήρθε και στάθηκε η χαίτη στον λαιμό του, τίναξε το κεφάλι ψηλά, υπερήφανα ως είχε συνηθίσει, το ’φερε δεξά, το γύρισε ζερβά ανήσυχο, ανοιγόκλεισε με δύναμη τα ρουθούνια και χλιμίντρισε πονεμένα. Κραυγή απελπισίας, ίδιο ανθρώπινο κλάμα εισέπραξε το χλιμίντρισμα εκείνη την ώρα ο Δημητράκης. Ετούτο το σημάδι περίμενε και χωρίς να χάσει στιγμή, «εκατάλαβα, συμφωνείς κι εσύ», του ’πε. «Άντες εδά κι ο Θεός να μας -ε-συχωρέσει».
Κράτησε σφιχτά τα χαλινάρια, έβγαλε από το στόμα του το τσιγάρο, το ’πιασε προσεκτικά με τα δυο του δάχτυλα, τίναξε τη στάχτη μέχρι να φανεί ολοκόκκινη η καύτρα και σβέλτα το ’ριξε μέσα στ’ αυτί του ζωντανού. Σαν αλλοπαρμένο αυτό, τρελαμένο από τον αβάσταχτο πόνο που αισθάνθηκε στη βάση του μυαλού του, αφηνίασε και μ’ ένα σάλτο βούτηξε στον γκρεμό.
Εκεί τους βρήκε σκοτωμένους την άλλη μέρα ο Νικολής που είχε ανησυχήσει κι έψαχνε τ’ αφεντικό του όλη τη νύχτα.

Σ.Σ.
Το «Μελί» είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου με τίτλο «Η Αδελφότης των Στεναγμών» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μπαρτζουλιάνος» και πήρε το A' βραβείο στον 24ο λογοτεχνικό διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων μαζί με το διήγημά μου «Μεσάνυχτα και κάτι»

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2007

Και όμως συμβαίνει

Να μη διαβάζουν δεν μπορεί, να μη βλέπουν, να μη συναισθάνονται την αγωνία του φτωχού, δε γίνεται. Όλα τ’ ακούνε κι όλα τα καταλαβαίνουν, πιστεύω, απλά δε νοιάζονται για κανέναν και για τίποτα. Και πάντα έχουν τη λύση έτοιμη κι ακολουθούν την ίδια συνταγή. Νέοι φόροι, τέλη, αυξήσεις τιμολογίων, όλα στην πλάτη του κοσμάκη, του έρημου και σκοτεινού. Δυόμισι μήνες μετά τις εκλογές κι η κυβέρνηση των «μεταρρυθμίσεων» μας έχει κιόλας έτοιμο τον πρωτοχρονιάτικο μποναμά. Φόροι στην ακίνητη περιουσία, η ΔΕΗ να μας απειλεί με ανατιμήσεις μαμούθ και στο βάθος να καραδοκεί μια αύξηση του ΦΠΑ τόοοση, με το συμπάθιο. Άσε το ασφαλιστικό που στη σκέψη του και μόνο ανατριχιάζω. Περικοπή στις παροχές, κατάργηση δικαιωμάτων, σύνταξη σαν θα ’χουμε σαλπάρει για τόπο χλοερό «ένθα ουκ έστιν πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος», που λένε κι οι παπάδες. Αυτό έχουν ενστερνιστεί εκεί απάνω και μας οδηγούν στο ερώτημα, «αξίζει, άραγε, να νοιαζόμαστε για τα επίγεια αφού στον άλλο κόσμο θ’ απολαμβάνουμε του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά μαζεμένα;»
Διάλογος για το ασφαλιστικό; Αυτό πια κατάντησε το πιο σύντομο επίκαιρο ανέκδοτο. Διάλογος με ποιον και γιατί; Μ’ ένα κράτος ανέντιμο κι αφερέγγυο, δυστυχώς, που το μόνο που το απασχολεί είναι το τι θα εισπράξει και τι θα μας στερήσει. Που πρώτα υπογράφει συμφωνίες κι εγγυάται υποκριτικά τριμερείς χρηματοδοτήσεις, που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να τηρήσει, κι ύστερα διορίζει διοικήσεις στα ταμεία για να διαχειρίζονται τα όποια αποθεματικά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κι ο λύκος φυλάει τα πρόβατα. Αλήθεια, τι απόγινε μ’ εκείνα τα περιβόητα δομημένα ομόλογα; Το «φέρτε πίσω τα λεφτά» του καλοκαιριού, τι έγινε; Ό,τι γίνεται κάθε φορά. Μόλις κάτι άλλο παρουσιαστεί, τρώει το σκοτάδι το προηγούμενο. Και τώρα έχουμε τα Ζωνιανά για να πορευόμαστε. Του παραλογισμού και της υποκρισίας το απόγειο. Λες και δεν γνώριζαν τόσα χρόνια. Λες και δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν, δεν διάβαζαν, για να μην πω πως υπέθαλπταν και πέσει βαρύ. Και ξαφνικά ανακάλυψαν «Κολομβίες» και «άβατα», που, εν πάση περιπτώσει, τα παραβίασαν εύκολα με πενιχρά όμως, πενιχρότατα, για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, αποτελέσματα. Γιατί ’ταν οι ενέργειες σπασμωδικές ενός κράτους ανίκανου να οργανώσει μια επιχείρηση της προκοπής. Ενός κράτους που λειτουργεί με τη συνταγή τού «μη θίγετε τα κακώς κείμενα», που ανέχεται, εκτρέφει στους κόλπους του και δημιουργεί άβατα στα Εξάρχεια, τα Ζωνιανά, την Ηλεία, τη Μάνη και όπου αλλού. Που κατάντησε την Ελλάδα ολόκληρη άντρο παρανόμων. Που ο τσαμπουκάς της Αστυνομίας του εξαντλείται σε θεατρικές, τηλεοπτικά καλυμμένες, επιχειρήσεις, άντε και στην πλάτη κανενός ειρηνικού διαδηλωτή ή αγανακτισμένου φοιτητή. Που τα όπλα εκπυρσοκροτούν μόνα τους και δέρνουν οι ζαρντινιέρες. Που αφήνει τον χρόνο να κυλά, που δεν σχεδιάζει, δεν προγραμματίζει, δεν υλοποιεί.
Στολίδι
Μέσα στην κακομοιριά που μας δέρνει γενικά, τη φτώχεια και την ανοργανωσιά του δημόσιου τομέα, την κατάντια των σχολείων και των άλλων δημόσιων κτιρίων, υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Κι αυτές, σαν φωτεινές, δεν πρέπει να μένουν ασχολίαστες. Αθόρυβα εντελώς, τέλειωσε η ανέγερση του νέου δημαρχιακού μεγάρου του Δήμου Αρκαδίου και μεταφέρθηκαν ήδη σ’ αυτό οι υπηρεσίες του Δήμου. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πώς τα κατάφερε ο αεικίνητος δήμαρχος Μανόλης Μανωλακάκης, ποιους παρακάλεσε, ποιους πίεσε κι εξασφάλισε τη χρηματοδότηση, πάντως το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό κι ο έπαινος που του αναλογεί μεγάλος. Το καινούριο δημαρχείο, μοντέρνο, άνετο, επιβλητικό χωρίς να προκαλεί, αποτελεί ένα αληθινό κόσμημα για την περιοχή κι αξίζουν συγχαρητήρια σ’ όλους – μελετητές, μηχανικούς, εργολάβους κι ανθρώπινο δυναμικό – που συνετέλεσαν σ’ αυτό. Αρκεί βέβαια να μη ρημάξει σε λίγα χρόνια, μιας και συζητιέται πάλι η συνένωση δήμων και νομαρχιών στα πλαίσια του Καποδίστρια 2.
Άσχετο
Σ’ όλους εκείνους που με σταματούν στον δρόμο και στους άλλους που τηλεφωνικά ζητούν να μάθουν τι απόγινε με την υπόθεσή μου στο ΙΚΑ, απαντώ πως ειλικρινά δεν το γνωρίζω. Κάποιες προσπάθειές μου να πληροφορηθώ σχετικά, έπεσαν στο κενό ή σκόνταψαν στο υπηρεσιακό απόρρητο (sic). Συζητήθηκε, λέει, η ένσταση στην επιτροπή αλλά δεν έχει υπογραφεί ακόμη το πρακτικό ή κάτι τέτοιο. Άλλωστε είναι νωρίς ακόμη. Μόλις στις 24 του Οκτώβρη ήταν η συνεδρίαση. Ας περάσει πρώτα κανένα εξάμηνο κι ύστερα βλέπουμε. Αυτοί είμαστε παιδιά κι όποιος δεν το έχει πάρει είδηση, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Μεσάνυχτα και κάτι

Ο ψηλός πενηνταπεντάρης άντρας με την καλοχτισμένη κορμοστασιά και το όμορφο παρουσιαστικό προχώρησε με βήμα βιαστικό κι ανυπόμονο στη μεγάλη αίθουσα του αεροδρομίου «Μακεδονία». Μόλις πάτησε το πόδι του στο εσωτερικό της σήκωσε το χέρι του και χωρίς να πει λέξη ή να κοιτάξει πίσω του έκανε ένα νεύμα στο τσούρμο που τον ακολουθούσε δίνοντάς του μ’ αυτό τον τρόπο εντολή ν’ απομακρυνθεί. Πειθήνια αυτό υπάκουσε, έκανε μεταβολή, διασκορπίστηκε και χάθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο ίδιος συνέχισε να περπατά με το ίδιο βιαστικό, μάλλον ασταθές, βήμα, μάτι γυάλινο και βλέμμα απλανές.
Η κίνηση στο αεροδρόμιο ήταν αραιή κι ακανόνιστη, όπως κι οι χτύποι της καρδιάς του, εκείνο το ζεστό μεσημέρι της Κυριακής 16 του Σεπτέμβρη. Οι λίγοι ταξιδιώτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί, μόλις τον αντιλήφθηκαν, έτρεξαν προς το μέρος του με απλωμένο το δεξί τους χέρι, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι από ενθουσιασμό για τη σπάνια κι απρόσμενη ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν, να έρθουν δηλαδή πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγάλο αφεντικό της Τhasok International.
Ο Μικρογιώργος σταμάτησε απότομα κι άρχισε ν’ ανταποκρίνεται ασυναίσθητα, μοιράζοντας χειραψίες στο άγνωστο πλήθος με την ίδια αφηρημάδα κι ένα παγωμένο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο καλοσυνάτο, κατά τα άλλα, πρόσωπό του κι η ματιά του, ανήσυχη, διαπερνούσε τις ανθρώπινες φιγούρες που τον περιτριγύριζαν σαν κάτι να έψαχνε απεγνωσμένα.
Η σημερινή, ήταν η μεγάλη του μέρα, αυτή που χρόνια ονειρευόταν. Η εταιρεία του, η Thasok International, έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, πίστευε πως είχε μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει την αναμέτρηση και ν’ αναδειχτεί στη μεγαλύτερη, την ισχυρότερη, την κυρίαρχη της χώρας, κόντρα στη Νova Republica, του χοντρομπαλά Μικροκώστα. Ήταν τόσο βέβαιος πως θα νικήσει όσο κι αν τον έβαζες να στοιχηματίσει πως θα έκανε τη συνηθισμένη του διαδρομή, αυτή των δέκα χιλιομέτρων με ποδήλατο, χωρίς να κουραστεί. Επιπλέον το επιθυμούσε τόσο πολύ, είχε επενδύσει τα πάντα σ’ αυτή τη μάχη, που οτιδήποτε άλλο εκτός από τη νίκη δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί. Όμως…, όμως ένα παράξενο συναίσθημα που του προκαλούσε υπερδιέγερση, τον έκανε ν’ ανησυχεί και να φοβάται. Δεν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει ούτε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν αυτό, όμως αυτός ο φόβος ήταν που τον έκανε να συμπεριφέρεται έτσι περίεργα.
Οι θολές φιγούρες ερχόντουσαν κατά πάνω του από παντού. Από μπροστά, από πίσω του, από δεξιά κι αριστερά του. Μόλις τον έφταναν τον χαιρετούσαν, τον άγγιζαν, άλλοι του φώναζαν κιόλας κάτι σαν «Μικρογιώργο, προχώρα, άλλαξέ τα όλα», αντιλαμβανόντουσαν όμως αμέσως τη σαστιμάρα, το τυπικό φέρσιμο και το αφηρημένο του χαμόγελο κι απομακρυνόντουσαν από κοντά του στη στιγμή. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε τελειώσει η όλη διαδικασία, είχαν φύγει όλοι τους κι απόμεινε μόνος στην απέραντη αίθουσα. Και τότε, από το βάθος, ξεχώρισε ολοκάθαρα τον ακατέργαστο όγκο του Μπένι, του υπαρχηγού του, που ερχόταν φουριόζος με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος του. Ένα σύγκρυο τον διαπέρασε. Αισθάνθηκε να παγώνει ολόκληρος ξαφνικά, λες και τα μηχανήματα της καλά κλιματιζόμενης αίθουσας είχαν τρελαθεί κι έστελναν τη Σιβηρία μέσα, κι ύστερα, το ίδιο ξαφνικά πάλι, ένιωσε να ιδρώνει και να καίγεται, λες κι ένας λίβας καυτός και ξερός, όπως αυτός της ερήμου, τον είχε περιλούσει. Ανατρίχιασε. Οι τρίχες σηκώθηκαν ολόρθες στα μπράτσα, τον σβέρκο και τη ραχοκοκαλιά του, ο ιδρώτας στέγνωσε πάνω του στη στιγμή κι η παγωνιά που επανήλθε δριμύτερη τον έκανε να τρέμει, μένοντας καρφωμένος στο ίδιο σημείο και με το μηχανικό χαμόγελο να έχει παγώσει κυριολεκτικά και να έχει μείνει σαν απολιθωμένο στο πρόσωπό του. Με μούμια έμοιαζε, ίσως, εκείνη τη στιγμή ή μάλλον σαν ένα από τα κέρινα ομοιώματα της Madame Tussauds, αν ο κατασκευαστής του είχε φαντασία την ώρα που το έφτιαχνε.
Κατά βάθος την ήθελε αυτή τη συνάντηση με το μοιραίο. Την επεδίωκε με την ίδια ακριβώς ένταση που και μόνο η ιδέα τον απωθούσε και τον φόβιζε. Δεν γινόταν όμως διαφορετικά κι ούτε μπορούσε να την αναβάλει επ’ αόριστον. «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει να τελειώνουμε», σκέφτηκε. Άλλωστε σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα, αυτή που θα καθόριζε την παραπέρα πορεία, τόσο τη δική του όσο και της εταιρείας που ήταν επικεφαλής.
Το μυαλό του είχε σταματήσει να λειτουργεί κι η ματιά του είχε αιχμαλωτιστεί από τη θηριώδη φιγούρα του άντρα που όλο και τον πλησίαζε. Με ολοστρόγγυλο πρόσωπο και μάτια γουρλωμένα που γυάλιζαν, ύστερα από μια αιωνιότητα, τόσο μεγάλο του φάνηκε το διάστημα της αναμονής που στην πραγματικότητα ήταν κάποια δευτερόλεπτα, ο Μπένι ήρθε και στάθηκε μπροστά του τείνοντάς του το χέρι. Ο Μικρογιώργος ανταποκρίθηκε ενστικτώδικα στο κάλεσμα κι άπλωσε ένα αφύσικα ασθενικό χέρι σ’ ένα χαιρετισμό άτονο και άψυχο. Ο Μπένι το βούτηξε και το εξαφάνισε στο τεράστιο δικό του, σφίγγοντάς το με δύναμη την ώρα που του έλεγε «Γεια σου, Μικρογιώργο, τι νέα;»
«Καλά, πολύ καλά», κατάφερε κι απάντησε και, λες και πήρε δύναμη από τα ίδια του τα λόγια, συνέχισε: «Άκουσε, Μπένι, θέλω να γνωρίζεις πως μετά από τη σημερινή μας νίκη σε θέλω κοντά μου. Πρόθεση μου είναι, από σήμερα κιόλας, να έχεις μια διακριτή θέση στην εταιρεία. Εσένα ποια είναι η άποψή σου επ’ αυτού;»
Κάτι στον τόνο της φωνής του έδινε στον συνομιλητή του να καταλάβει πως δεν ήταν και πολύ σίγουρος για τα λεγόμενά του, γι’ αυτό κι η ερώτηση του Μπένι που ήρθε ξερά κι απότομα δεν ξάφνιασε.
«Κι αν χάσεις;»
«Κι αυτό το σενάριο, παρότι απίθανο, πρέπει να εξεταστεί. Αν, παρ’ ελπίδα, χάσω, τι σκέφτεσαι στ’ αλήθεια να κάνεις; Θα εξακολουθήσεις να με στηρίζεις ή…;»
«Θα είμαι παρών», έφτασε στ’ αυτιά του η απάντηση κι αυτόματα, με την ευλυγισία πάνθηρα, αδικαιολόγητη για άνθρωπο με τον σωματότυπό του, ο Μπένι πήρε τον όγκο του κι εξαφανίστηκε.
«Τι ήθελε να πει με αυτό το θα είμαι παρών;» αναρωτήθηκε σιγανά ο Μικρογιώργος μόλις ξανάμεινε μόνος. Ήταν μια δήλωση αμφίσημη που μπορεί να σήμαινε πως ο Μπένι θα ήταν δίπλα του, αρωγός στις δύσκολες ώρες που σίγουρα θ’ ακολουθούσαν, μπορεί όμως και να εννοούσε πως θα ήταν αυτός που θα του έμπηγε, όσο πιο βαθιά γινόταν, το μαχαίρι. Θύμωσε σ’ αυτή τη σκέψη και, «δεν θα προλάβεις, χοντρέ», του ξέφυγε πιο δυνατά τώρα, «αφού εγώ θα είμαι ο νικητής και το βράδυ, το υπερφίαλο της συμπεριφοράς σου θα κατασταλεί κι ο πάνθηρας που παρουσίαζες τώρα τελευταία θα μεταμορφωθεί ξανά σε σκυλάκι άκακο που θα μου γλείφει τα παπούτσια».
Ένα χαμόγελο, χαιρέκακο αυτή τη φορά, σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, ανέκτησε το μειλίχιο, μελιστάλαχτο, ύφος του και με τη σιγουριά και τον αέρα στιβαρού ηγέτη προχώρησε προς την αίθουσα VIP. Έδωσε το χέρι του στην όμορφη αεροσυνοδό που τον περίμενε και την άφησε να τον οδηγήσει στο εσωτερικό.
***
Από νωρίς είχαν φανεί τα σημάδια πως η μέρα που ξημέρωνε δεν θα είχε την ευτυχή κατάληξη που τόσο επιθυμούσε. Η ανατολή του ηλίου στις 6.07 ακριβώς τον είχε βρει καθισμένο στην ανατολική βεράντα του σπιτιού του, στο Καστρί, ντυμένο με τ’ αθλητικά του κι έτοιμο για το πρωινό του τζόκινγκ. Τελικά δεν τα είχε καταφέρει να κοιμηθεί για άλλη μια νύχτα. Μόλις αποσύρθηκαν οι άλλοι στα δωμάτια τους, αντί να πάει κι αυτός στο δικό του και να χωθεί στην αγκαλιά της γυναικούλας του, είχε προτιμήσει τον ξενώνα. Εκεί άνοιξε από συνήθεια τον προσωπικό του υπολογιστή κι άρχισε να σερφάρει στο internet. Πρώτα ενημερώθηκε για τη διεθνή κατάσταση, ο Σαρκοζί είχε επιλέξει τη σύγκρουση με όλους και με όλα προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά του ενώ παράλληλα συνέχιζε ν’ απογυμνώνει τους ανταγωνιστές αποσπώντας τα ικανότερα στελέχη τους, στο Ιράκ η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια – βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, νεκροί και τραυματίες αμέτρητοι – η Χίλαρι όλο και διεύρυνε την απόσταση που τη χώριζε από τον Ομπάμα, ο Αχμαντινετζάντ, κάτω στο Ιράν, απειλούσε θεούς και δαίμονες κι η εύθραυστη εκεχειρία στη Μέση Ανατολή δοκιμαζόταν για μια ακόμη φορά.
Έριξε μια βιαστική ματιά στις οικονομικές ειδήσεις κι αμέσως μετά άρχισε να μελετά γκάλοπ και κυλιόμενες δημοσκοπήσεις. Η Νova Republica εξακολουθούσε να προηγείται σταθερά, γύρω στις 3,5 μονάδες, της δικής του εταιρείας. Αυτό κι αν δεν μπορούσε να το χωνέψει! Εντελώς αδιανόητο του φαινόταν. Τόσο αυτό καθαυτό το προϊόν που λανσάριζε η εταιρεία του, όσο και το αμπαλάζ και το σέρβις, ήταν σαφώς καλύτερα της αντίπαλης εταιρείας, άφησε που κάποιοι από το άλλο μαγαζί είχαν μπερδευτεί σε ενέργειες δόλιες, σκάνδαλα και ρεμούλες, κι είχε βγει και τους είχε καταγγείλει δημόσια. Βέβαια κι η εταιρεία του είχε τα προβλήματά της, διαγκωνισμούς, πολυφωνίες και τέτοια, και το τελευταίο διάστημα κάποιες από τις ενέργειες των υψηλόβαθμων στελεχών του δεν του καλάρεσαν και τον είχαν προβληματίσει. Παρόλα αυτά είχε εμπιστοσύνη στους καταναλωτές και πίστευε βαθιά μέσα του πως, έστω την τελευταία στιγμή, θα γινόταν κάτι που θα τους έκανε να δείξουν ξεκάθαρα την προτίμησή τους στην εταιρεία του. Ήταν τόση η δύναμη της επιθυμίας του που τελικά πίστεψε πως θα γινόταν πραγματικότητα γι’ αυτό και παράτησε ανοιχτό τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο και προχώρησε θαρρετά προς την ευρύχωρη βεράντα.
Την ώρα που άνοιγε την μπαλκονόπορτα ένα νυχτοπούλι ακούστηκε να σκούζει κάτω στον κήπο κι αυτό το απαίσιο κρώξιμο τον αναστάτωσε. Σε θάνατο παρέπεμπε. Ναι, αλλά αυτός αγωνιζόταν για την επικράτηση της εταιρείας του, δεν έδινε δα και μάχη ζωής ή θανάτου! Κάπως τον παρηγόρησε αυτή η ιδέα, παρόλα αυτά όμως η ανησυχία ήρθε και φώλιασε βαθιά μέσα του. Αυτή η αβεβαιότητα που τον κατάτρωγε κι ο φόβος πως κάτι κακό θα συμβεί, χωρίς να ξέρει μάλιστα το πότε ακριβώς και τι συνέπειες θα είχε, τον έκανε να κοιτάξει ανήσυχος το ρολόι του. Η ώρα ήταν 5.59 και 29 δευτερόλεπτα, και 30, και 31… Τι σημασία είχε ο χρόνος που έφευγε; Ίσα ίσα που θεωρούσε πως τον έφερνε όλο και πιο κοντά, βασανιστικά κοντά, στο αναπόφευκτο.
Με μια αποφασιστική κίνηση, στην προσπάθειά του ν’ αλλάξει παραστάσεις και διάθεση, άφησε τη βεράντα, μπήκε μέσα και σε χρόνο μηδέν έφτασε στο γυμναστήριο του σπιτιού του. Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε φόρμα, αθλητικά παπούτσια και πήρε την αντίθετη διαδρομή. Έφτασε ξανά στην ανατολική βεράντα την ώρα που το ρολόι έδειχνε 6.06 ακριβώς. Ξημέρωνε Κυριακή 16 του Σεπτέμβρη κι η Εκκλησία μας, λέει, γιόρταζε ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ. Δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό, όμως ο σταυρός που είχε μπροστά και τα κεφαλαία γράμματα παρέπεμπαν σε μεγάλη γιορτή. «Μετά την ύψωση τι;» αναρωτήθηκε. Προφανώς η Εκκλησία αναφερόταν στον Τίμιο Σταυρό χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να επεξηγεί ή να δίνει με κάποιον τρόπο την ερμηνεία. Μετά την ύψωση του Σταυρού, ακολουθούσε πόνος και μαρτύριο, ας πούμε, ή λύτρωση;
Με τις σκέψεις ανάκατες η ματιά του έπεσε στην ανατολή. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να προβάλλει και σκόρπιζε πλήθος χρωμάτων και ματωμένες αχτίνες παντού που, παράδοξο, αισθάνθηκε να τον διαπερνούν. Αναστατώθηκε σε σημείο πανικού, σχεδόν. Τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια; Θα έμενε εκεί άπρακτος να κλαίει τη μοίρα του ή θα το αποφάσιζε επιτέλους ν’ ασχοληθεί με κάτι πιο ευχάριστο; Προτίμησε το δεύτερο κι έτσι βρέθηκε στον κήπο για την πρωινή του γυμναστική. Γρήγορα διαπίστωσε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Η επαφή με τη φύση τον αναζωογόνησε σε σημείο τέτοιο που ανέκτησε δυνάμεις και τονώθηκε η αυτοπεποίθησή του. Όλα του φαινόντουσαν πιο εύκολα τώρα. Γύρισε στο σπίτι, ετοιμάστηκε, πέταξε για Θεσσαλονίκη, έκανε επαφές, είδε ανθρώπους, εισέπραξε χειροκροτήματα και το μεσημέρι πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
«Θα είμαι παρών», του είχε δηλώσει ο Μπένι κατά τη διάρκεια εκείνης της δραματικής συνάντησης στο αεροδρόμιο, με ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Επέστρεψε στο σπίτι του προβληματισμένος και, παρά τις προσπάθειες που είχε καταβάλει, κακόκεφος. Αρνήθηκε την ενημέρωση που σκόπευαν να του κάνουν οι συνεργάτες του από την εταιρεία κι έμεινε να χαλαρώνει κλεισμένος στο γραφείο του μέχρι τις επτά παρά ένα το απόγευμα. Τότε και μόνο τότε άνοιξε την τηλεόραση. Ήδη τα κανάλια μετέδιδαν τα πρώτα exit polls από τη μεγάλη ψηφοφορία που διεξαγόταν από το πρωί σ’ ολόκληρη τη χώρα και που από τα αποτελέσματά της θα κρινόντουσαν όλα. Πανωλεθρία! Συντριβή! Η Νova Republica νικούσε κατά κράτος τη δική του εταιρεία. Άλλαξε κανάλι κι έπεσε πάνω σε ίδια περίπου προγνωστικά. Άκουσε σχολιασμούς, αλλά, δυστυχώς γι’ αυτόν, οι αναλυτές συμφωνούσαν όλοι πως η εταιρεία του βρισκόταν στη δεύτερη θέση και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτήν του χοντρομπαλά Μικροκώστα.
Το απευκταίο είχε επέλθει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Με κάποιον τρόπο έπρεπε ν’ αντιδράσει. Πετάχτηκε όρθιος, ίσιωσε τη γραβάτα του και βγήκε αγέρωχος στο μεγάλο καθιστικό, εκεί που οι επιτελείς του καθόντουσαν σαν τις θλιμμένες χήρες. «Πάμε γρήγορα στα κεντρικά. Τίποτα δεν χάθηκε ακόμη», τους πέταξε για να τους ενθαρρύνει και προχώρησε αποφασιστικά. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αμίλητοι.
Τα κεντρικά της Τhasok International στη Χαριλάου Τρικούπη ήταν έρημα και σκοτεινά. Πού τα μεγαλεία παλιότερων καιρών! Ούτε δάσος από σημαίες ούτε πλήθος αμέτρητο ούτε κλακαδόροι και συνθήματα ατέλειωτα. Τώρα ο δρόμος μπροστά από τα γραφεία ήταν άδειος, στελέχη κι υπάλληλοι κατηφείς, βουβαμάρα στους χώρους. Κάποια μεσαία στελέχη σκυμμένα πάνω από υπολογιστές σχολίαζαν χαμηλόφωνα.
«Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει, αφεντικό», έσπευσε να τον πληροφορήσει ένας κλητήρας κι όπως τον έβλεπε να κατευθύνεται προς το γραφείο του αμίλητος, «σε περιμένουν», συνέχισε.
«Θα είμαι στο γραφείο μου. Θα σας ενημερώσω εγώ για το τι πρέπει να γίνει όταν έλθει η ώρα. Μέχρι τότε όμως δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς. Κατάλαβες;» κατάφερε και του απάντησε κοφτά κι απότομα.
Ο κλητήρας τον κοίταξε παραξενεμένος μιας και δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιμετώπιση κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του γνέφοντας καταφατικά. «Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες», σχολίασε μόλις χάθηκε από το οπτικό του πεδίο.
Ο Μικρογιώργος όρμησε στην κυριολεξία στο γραφείο του, βροντώντας πίσω του την πόρτα, κι έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα του. Σήκωσε τ’ ακουστικό του προσωπικού του τηλεφώνου, σχημάτισε έναν αριθμό, κάτι ρώτησε, πήρε την απάντηση, διέκοψε απότομα τη σύνδεση κι επανέλαβε αρκετές φορές την ίδια διαδικασία. Καταστροφή! Οι αντιπρόσωποι των επαρχιών ήταν ανήσυχοι. Του επιβεβαίωναν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το αποτέλεσμα και τον ενημέρωναν για το κλίμα που είχε ήδη διαμορφωθεί. Παντού επικρατούσε θλίψη και κατήφεια μαζί με αγωνία για τα επακόλουθα της ήττας, του έλεγαν. Κάποιοι μάλιστα του ανέφεραν εμπιστευτικά πως ο Μπένι, ο υπαρχηγός του, τον κατηγορούσε ανοικτά για ανεπάρκεια κι ανικανότητα, έριχνε πάνω του όλο το φταίξιμο και ζητούσε εδώ και τώρα την καθαίρεσή του από τη θέση του μεγάλου αφεντικού. «Πότε πρόλαβε;» αναρωτήθηκε, αλλά τη σκέψη του διέκοψαν οι φωνές κι οι διαπληκτισμοί έξω από το γραφείο του. Ήταν σίγουρο πως κάποιοι καβγάδιζαν εκεί απέξω. Την ώρα που προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, όρμησε στο γραφείο του ο υπεύθυνος της προσωπικής του ασφάλειας. «Ο Μπένι, αφεντικό, ο Μπένι», ψέλλιζε πανικόβλητος.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ψυχρός κι ανέκφραστος σαν Άγγλος Λόρδος.
«Ο Μπένι απειλεί να μπει στο γραφείο σου και να σε πετάξει έξω αμέσως τώρα».
«Συγκρατήστε τον. Δώστε μου δέκα λεπτά μονάχα να συγκεντρωθώ και θα σας ανακοινώσω εγώ ο ίδιος τις αποφάσεις μου».
«Μην τον αφήσεις, αφεντικό, μην του κάνεις το χατίρι. Έχει εξαγριωθεί. Κάνει σαν να τον έχουν αμολήσει μόλις», τον άκουσε να λέει την ώρα που έβγαινε από το γραφείο.
Ο Μικρογιώργος κάθισε στην πολυθρόνα του ψύχραιμος, με όση ψυχραιμία μπορεί να διαθέτει ο άνθρωπος που, πριν αυτοκτονήσει, γράφει σημείωμα κι επεξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτή του την πράξη και σημειώνει μάλιστα και τις τελευταίες του επιθυμίες. Ξεχώρισε μια κόλλα χαρτί, πήρε τον στυλογράφο του κι άρχισε να γράφει: «Συνάδελφοι και φίλοι, σύντροφοι στον αγώνα για την επέκταση της εταιρείας μας. Μετά το σημερινό αρνητικό αποτέλεσμα δεν μου απομένει τίποτα άλλο από το να αναλάβω εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη της ήττας και να παραιτηθώ από τη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου».
Η σκέψη του έτρεχε πιο γρήγορα από το χέρι του και δεν προλάβαινε ν’ αποτυπώνει στο χαρτί το σύνολο των δεδομένων που πλημμύριζαν με ταχύτητα αστραπής τον εγκέφαλό του. Δεν είχε ανάγκη αυτή την ώρα ούτε τους εξειδικευμένους γραμματικούς ούτε τους συμβούλους που ήταν επιφορτισμένοι με τη συγγραφή των λόγων και των ανακοινώσεων που κατά καιρούς ήταν υποχρεωμένος να εκφωνεί ή να δίνει στη δημοσιότητα. Μόλις όμως σχηματίστηκαν στο χαρτί οι λέξεις « να παραιτηθώ», το χέρι του κοκάλωσε κι η ματιά του έπεσε στο πορτρέτο του πατέρα του, του ιδρυτή και ισόβιου Προέδρου της εταιρείας. «Αχ, βρε πατέρα», μονολόγησε, «ποιος το περίμενε πως θα έφτανε τόσο γρήγορα αυτή η στιγμή!»
«Ποιος σου ζήτησε να το κάνεις; Μόνο οι δειλοί τα παρατούν στην πρώτη δυσκολία. Ξέχασες τι πέρασα εγώ; Αλλά ποιος γιος καταλαβαίνει τον γονιό του, μου λες; Άκου να παραιτηθεί!»
Αν είναι ποτέ δυνατόν! Το πορτρέτο του πατέρα του, του Γενάρχη, ήταν αυτό που του μιλούσε με τη γνωστή χαρακτηριστική φωνή που ξεσήκωνε τα πλήθη και τα έκανε να παραληρούν. Κι όχι απλά του μιλούσε αλλά τον έκρινε για την απόφαση που μόλις είχε πάρει. Τον καλούσε μάλιστα να θυμηθεί τα δικά του. Ο Μικρογιώργος ακούμπησε τον στυλογράφο στο χαρτί, έτριψε πρώτα τα μάτια του και με τα δυο του χέρια και μετά τα επικέντρωσε στο πορτρέτο. Ένωσε τον αντίχειρα με τον δείκτη του αριστερού του χεριού και τσίμπησε το δεξί. Σίγουρα ήταν ξυπνητός αφού αισθάνθηκε το τσίμπημα. Όμως αυτό που έβλεπε μπροστά του, αν δεν ήταν όνειρο, που δεν ήταν, σίγουρα ήταν κάτι το υπερφυσικό κι ανεξήγητο και θα έπρεπε να το αναφέρει το συντομότερο στον Χαρδαβέλλα. Ο Γενάρχης, ολοζώντανος, με ύφος επιτιμητικό, κρατούσε στο ένα του χέρι το τσιμπούκι και με το άλλο χειρονομούσε επικρίνοντάς τον και θυμίζοντάς του την καταγωγή, τη θέση και το χρέος του.
***
Δεκαπέντε χρονών ήταν ο Μικρογιώργος την εποχή που μια συμμορία βαριά οπλισμένων ληστών είχαν εισβάλει στη μεγάλη εταιρεία που διατηρούσε ο παππούς του, ο πατέρας του Γενάρχη. Δεν έφτανε που τα είχαν κάνει ρημαδιό, δεν αρκούσε που είχαν οικειοποιηθεί παράνομα το βιος και τους κόπους μιας ζωής, είχαν επιτεθεί και στο σπίτι κι είχαν πιάσει ομήρους τόσο το γέρο παππού όσο και τον Γενάρχη. Πέρασαν μέρες βασανιστικές και μήνες εφιαλτικοί αφού κανείς από την υπόλοιπη οικογένεια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν οι δικοί τους ζούσαν φυλακισμένοι έστω ή αν είχαν θανατωθεί βίαια. Και βέβαια για την εταιρεία ούτε λόγος. Αυτή, μαζί με τις ανταγωνιστικές, είχε περάσει οριστικά και αμετάκλητα στον έλεγχο των αδίσταχτων ληστών που τις είχαν συνενώσει κι είχαν φτιάξει μία που είχε το μονοπώλιο και εκμεταλλευόταν ολόκληρη τη χώρα. Τι κι αν φώναζαν οι ξένοι προμηθευτές, τι κι αν διαμαρτυρόντουσαν, τι κι αν απειλούσαν! Οι αγράμματοι ληστές δεν χαμπάριζαν από τέτοια. Το μόνο, ας πούμε, παρήγορο στην ιστορία ήταν πως, ύστερα από μήνες πολλούς, άφησαν ελεύθερο τον Γενάρχη, με τον όρο να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα. Έτσι βρέθηκε η οικογένεια στα ξένα αφήνοντας πίσω της μόνο κι αβοήθητο τον γέρο παππού.
Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν με την οικογένεια να περιπλανιέται σε διάφορες χώρες του εξωτερικού μέχρι που οι ανίδεοι ληστές, στην προσπάθειά τους να πουλήσουν δια της βίας το εμπόρευμα στους νέους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο που αντιστάθηκαν πεισματικά. Οι νέοι ζητούσαν ποιοτικότερο εμπόρευμα κι ελεύθερο ανταγωνισμό κι οι παρανοϊκοί ληστές αντί να έλθουν σε κάποιου είδους συνδιαλλαγή μαζί τους, έκαναν χρήση των όπλων τους με τραγικά αποτελέσματα. Σκότωσαν και σακάτεψαν νέα παιδιά, φυλάκισαν πολύ περισσότερα κι αλυσόδεσαν ακόμη πιο σφιχτά τη χώρα. Η συμπεριφορά τους αυτή εξαγρίωσε τον κόσμο κι ατσάλωσε το ηθικό του. Στην ουσία αυτή ήταν η αρχή του τέλους τους. Σε λίγους μήνες βάρεσαν κανόνι και τα κατάφεραν να βρεθούν κλεισμένοι πίσω από τα κάγκελα. Τώρα πια ο δρόμος ήταν ανοικτός κι η απόφαση για επιστροφή, παρά τις δυσκολίες, άμεση.
Στην πατρίδα ο Γενάρχης δεν είχε τίποτα. Ούτε εταιρεία ούτε περιουσία. Ακόμη κι ο γέρο παππούς είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια. Ο Γενάρχης όμως είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, πίστη στην εταιρεία κι αγάπη για τον τόπο και τους καταναλωτές, όπως ακριβώς νοιάζεται ο καλός επιχειρηματίας για τους πελάτες του. Γι’ αυτό πήρε θάρρος και μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα κι αντίκρισε όλο αυτό το πλήθος με το μέγα πάθος που είχε κατακλύσει το αεροδρόμιο για να τον υποδεχτεί και να τον επευφημήσει, η επιθυμία του να τους υπηρετήσει γιγαντώθηκε.
«Γενάρχη, κουνήσου, οι νέοι είναι μαζί σου», ήταν μόνο ένα από τα συνθήματα που δονούσαν τον χώρο κι έκαναν τον Γενάρχη να χαίρεται σαν μικρό παιδί.
Έτσι κι αλλιώς αυτός το είχε αποφασίσει. Απλά πήρε περισσότερη δύναμη και κουράγιο από όλον αυτό τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, του συμπαραστεκόταν και τον αποθέωνε. Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγε στα γραφεία της, διαλυμένης πια, εταιρείας που κάποιοι είχαν προσπαθήσει να ξαναστήσουν και τον περίμεναν πως και πως για ν’ αναλάβει την προεδρία και να την οδηγήσει ξανά στη θέση που της άξιζε. Το πάθημα, του είχε γίνει μάθημα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να τους ειδοποιήσει πως δεν θα πάει. Αντίθετα έμεινε στο σπίτι του, κατέστρωνε σχέδια κι επικοινωνούσε με ανθρώπους της αγοράς και στελέχη της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Το νέο του εγχείρημα χρειαζόταν μελέτη, οργάνωση άψογη κι αμέτρητο ψυχικό σθένος. Σε λίγες μέρες το σχέδιο ήταν έτοιμο. Θα έφτιαχνε μόνος του μια καινούρια εταιρεία στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, στην αγάπη των καταναλωτών και στους λίγους έμπιστους που τον είχαν πλαισιώσει. Η νέα προσπάθεια έμοιαζε τρομαχτικά δύσκολο να επιτύχει κι αυτό γιατί ήδη είχαν ανοίξει τέσσερα πέντε ομοειδή μαγαζιά και τη μεγάλη, τη μονοπωλιακή εταιρεία, αυτήν που κυριαρχούσε στην αγορά, την είχε αρπάξει στο τσακ ο Καρακώστας, ο πανούργος παλιός αντίπαλος του γέρο παππού.
Το γεγονός ότι όλες οι εταιρείες απευθυνόντουσαν στο ίδιο περίπου καταναλωτικό κοινό με τα ίδια προϊόντα, μάλλον δυσκόλευε την κατάσταση. Ιδέες φανταχτερές εμπορευόντουσαν όλοι, οράματα παχιά, φούσκες, φούμαρα, φύκια πολύχρωμα και κορδέλες γυαλιστερές που ήθελαν να τις λανσάρουν για μεταξωτές. Το περιτύλιγμα διέφερε μόνο και το πλασάρισμα. Κι όταν ο Γενάρχης σκέφτηκε να βγει να τα βάλει με τους μεγάλους ξένους προμηθευτές έγινε ο μεγάλος χαμός. Για συνδικάτα που εκμεταλλεύονται τον κόσμο μίλησε, κατάγγειλε τα μονοπώλια και τις εξαρτήσεις κι ευαγγελιζόταν ένα αύριο διαφορετικό που θα στηριζόταν στις δυνάμεις των καταναλωτών και μόνο αυτών. Η Thasok Νational ήταν ήδη γεγονός.
Ελάχιστους μήνες μετά την ίδρυσή της η εταιρεία του Γενάρχη σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση κι ο ίδιος μπήκε δυναμικά στην αγορά αφήνοντας πίσω του παλιά τζάκια κι εταιρείες με ιστορία δεκαετιών. Έπιασε τον παλμό του καταναλωτή, κέντρισε το ενδιαφέρον του κι απέσπασε την εμπιστοσύνη του. Φυσικό επακόλουθο ήταν ν’ αποχτήσει τέτοια δυναμική που τρόμαξε ακόμη και τον πανούργο Καρακώστα. Η δεύτερη θέση ήταν πια γεγονός κι ο Καρακώστας διαβλέποντας τον κίνδυνο που τον απειλούσε, εγκατέλειψε άρον άρον την προεδρία της εταιρείας του και προτίμησε την ασφάλεια που του προσέφερε η θέση του Προέδρου της Ένωσης των Εταιρειών.
Όλον αυτό τον καιρό ο Γενάρχης δεν είχε καθίσει με σταυρωμένα χέρια ν’ απολαμβάνει τις δάφνες του. Αντίθετα είχε επεκτείνει την εταιρεία, που τώρα πια είχε γίνει International, όργωνε τη χώρα απ’ άκρου εις άκρον, πλησίαζε εμπόρους και παραγωγούς κι έμπαινε στους χώρους δουλειάς και ξεσήκωνε εργαζόμενους και νέους. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει κι ούτε ήταν σε θέση ν’ ανακόψει την ξέφρενη πορεία της εταιρείας του. Η πρώτη θέση ήταν φυσικό επακόλουθο κι η ψηφοφορία που ακολούθησε επιβεβαίωσε απλά αυτό που όλοι από καιρό γνώριζαν. Ο άνεμος της αλλαγής που φυσούσε ούριος παράσερνε στο πέρασμά του ξεπερασμένες ιδέες και παλιομοδίτικες συνήθειες. Ο πράσινος ήλιος που είχε ξεπροβάλλει έμενε κολλημένος στην ανατολή, σημάδι πως η μέρα που μόλις είχε ξημερώσει θα είχε ποιότητα και διάρκεια τέτοια που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει ποτέ και κανείς.
Ο Γενάρχης ήταν πια ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η αγορά τον εμπιστευόταν κι οι καταναλωτές τον λάτρευαν. Δυο ολόκληρες περιόδους κράτησε αυτή η μεγαλειώδης κυριαρχία. Ο Γενάρχης αντιμετώπιζε τις όποιες δυσκολίες με μαεστρία, προσπερνούσε εύκολα τις κακοτοπιές κι απόφευγε έξυπνα τις τρικλοποδιές και τα εμπόδια που φρόντιζαν ν’ απλώνουν στο διάβα του οι ανταγωνιστές. Αλλά κι ο Γενάρχης ήταν άνθρωπος και μάλιστα από τη φύση του ευάλωτος στις ασθένειες. Κάτι το άγχος του να κρατηθεί στην κορυφή που τον κατέβαλε, κάτι οι παλιότερες ταλαιπωρίες που τον είχαν εξασθενήσει, κάτι η ηλικία του, οδήγησαν τον Γενάρχη αδύναμο σ’ ένα νοσοκομείο με σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και όχι μόνο. Αυτή την ευκαιρία περίμεναν οι ανταγωνιστές του, τόσο στις αντίπαλες όσο και μέσα στην ίδια του την εταιρεία, για να τον πολεμήσουν αποτελεσματικά.
Πράματα και θάματα έγιναν. Ανίερες συμμαχίες, κατασκευασμένες κατηγορίες, υπόγειες συνεννοήσεις και σχέδια δόλια για να ξεκάνουν τον Γενάρχη μια ώρα αρχίτερα. Μέχρι δικαστήρια έστησαν και δικαστές με τηβέννους και γουνάκια για να τον δικάσουν. Κι ο Γενάρχης εκεί. Να κρατά με πείσμα μετερίζια, να υπερασπίζεται την τιμή και την υπόληψή του και ν’ ανθίσταται μέχρι θανάτου. Λίγο, μια τόση δα σταλίτσα, καλυτέρεψε η υγεία του κι ο Γενάρχης τους ξανανίκησε όλους μαζί πανηγυρικά. Αποκατέστησε μια κι έξω το κύρος του και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των πιστών του καταναλωτών που είχε τρωθεί επικίνδυνα. Το ίδιο επικίνδυνα όμως είχε κλωνιστεί η ήδη βεβαρημένη υγεία του. Ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε ξανά στο νοσοκομείο κι οι αντίπαλοί του, με πρώτο τον Κοντοκώστα, έναν μικροκαμωμένο ανθρωπάκο, έστησαν χορό.
Στο κρεβάτι του πόνου, μεταξύ ζωής και θανάτου, του μετέφεραν οι πιστοί του συνεργάτες πως για το καλό της εταιρείας θα πρέπει να παραιτηθεί και να περάσει το μαγαζί σ’ άλλα χέρια πιο νέα και περισσότερο δυνατά. Συμφώνησε με κρύα καρδιά γιατί, σαν έξυπνος, συναισθανόταν πως το τέλος ήταν κοντά. Μια προϋπόθεση έβαζε μόνο. Με κανένα τρόπο και με τίποτα δεν ήθελε να περάσει η εταιρεία που με τόσους κόπους έστησε, στα χέρια του Κοντοκώστα. Ο ίδιος δεν εξέφραζε ιδιαίτερες προτιμήσεις αρκεί η εταιρεία που ίδρυσε να εξακολουθούσε να είναι μεγάλη, πρωταγωνίστρια στην αγορά και τα στελέχη της αδελφωμένα κι ενωμένα. Στις εξελίξεις και τις διαβουλεύσεις που θ’ ακολουθούσαν κανονικά θα έπρεπε να έχει λόγο, και μάλιστα αποφασιστικό, ο φυσικός διάδοχός του, ο Μικρογιώργος. Ηλικία είχε, τα σαράντα τα είχε περάσει προ πολλού, μεθοδικά τον προωθούσε ο ίδιος όλα τα προηγούμενα χρόνια και τον είχε ανεβάσει σκαλί σκαλί στα υψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας. Αυτός όμως για τους δικούς του λόγους δεν τον άκουσε, δεν έπιασε τον σφυγμό και την αγωνία του και πήγε και συμμάχησε με τον βασικότερο αντίπαλο του. Έτσι πέρασε η προεδρία της εταιρείας στα χέρια του Κοντοκώστα, του επονομαζόμενου και Κινέζου επειδή ήταν κιτρινιάρης κι είχε μάτια μικρά και σχιστά. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα κι ο Γενάρχης πικραμένος παραιτήθηκε ένα βράδυ από τη ζωή κι έγινε κάδρο στο γραφείο του καινούριου προέδρου.
***
«Εγώ σου τα ’λεγα από τότε αλλά εσύ, πού!» συνέχιζε το κήρυγμα ο Γενάρχης από το πορτρέτο του. «Φρόντισε τουλάχιστον τώρα να αρθείς στο ύψος των περιστάσεων και να κρατήσεις την εταιρεία, διαφορετικά σε βλέπω πολύ σύντομα περίγελο των ανταγωνιστών σου.
Ο Μικρογιώργος χαμήλωσε το κεφάλι. «Έχεις δίκιο, δεν σ’ άκουσα τότε», είπε σιγανά. «Τώρα τι γίνεται, μου λες;»
«Αγωνίσου. Δείξε επιτέλους πως είσαι άντρας και γιος μου».
«Θα προσπαθήσω να μη σ’ απογοητεύσω», αποκρίθηκε ο Μικρογιώργος και κάρφωσε ξανά τα μάτια του στο πορτρέτο του Γενάρχη.
Το διάλειμμα τέλος. Η μορφή του πατέρα του είχε εξαφανιστεί και στη θέση της υπήρχε ένα κάδρο με τη ζωγραφιά του Γενάρχη σε όρθια στάση με χαμογελαστό πρόσωπο και το τσιμπούκι στο ένα του χέρι.
Σαν αστραπή πέρασε από μπροστά του ολόκληρη η προηγούμενη ζωή του. Πάντα του, σ’ όποια κατάσταση και να βρισκόταν, ένιωθε προστατευτική την παρουσία του πατέρα του. Μεγάλωσε, σπούδασε, μπήκε στην εταιρεία, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Διαμόρφωσε έναν ήπιο χαρακτήρα και κοσμοπολίτικο προφίλ. Απόχτησε γνωριμίες, ταξίδεψε τον κόσμο ολόκληρο, άκουσε, είδε, έμαθε, έγινε σ’ όλους αγαπητός. Το καλό παιδί που πολλοί θα ζήλευαν. Όμως αυτό σε τίποτα δεν άλλαζε την πραγματικότητα. Όλα τα έβρισκε έτοιμα στη ζωή του. Στρωμένο το τραπέζι πάντα που περίμενε το πριγκιπόπουλο, τον εκλεκτό.
Τα έβλεπε αυτά ο Γενάρχης και μαράζωνε. «Δεν έχει νεύρο», σκεφτόταν, «δεν έχει την απαραίτητη πονηριά και στην πρώτη ευκαιρία θα πέσει θύμα των επιτηδείων». Και να που αποδεικνυόταν περίτρανα πως είχε δίκιο. Ο Μικρογιώργος είχε εμπιστευτεί τον Κοντοκώστα και τον είχε βοηθήσει ν’ αναλάβει το μαγαζί. Πίστεψε πως είχε την εμπειρία και τις δυνατότητες να το κρατήσει μεγάλο και να του παραδώσει ακμαία την εταιρεία όταν θα ερχόταν εκείνη η ευλογημένη ώρα. Όμως ο Κοντοκώστας για το μόνο που νοιαζόταν ήταν η Προεδρία. Ούτε το εμπόρευμα φρόντισε ν’ ανανεώσει ούτε όλα τα στελέχη της εταιρείας αγκάλιασε. Ξεχώρισε και πήρε δίπλα του κάποιους που τον υπηρετούσαν χωρίς αντίλογο και παραμέρισε τους άλλους. Η εξουσία και το εύκολο κέρδος έγινε αυτοσκοπός. Λογιστική διαχείριση των πραγμάτων κι όπου βγει. Άλλωστε αυτός το κέφι του το είχε κάνει. Είχε, παρ’ ελπίδα, αναρριχηθεί στον θώκο του προέδρου της μεγαλύτερης εταιρείας της χώρας κι έβλεπε αφ’ υψηλού τους πάντες και τα πάντα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως θάμπωσαν τα οράματα, πάλιωσε το εμπόρευμα κι οι καταναλωτές άρχισαν να γυρίζουν την πλάτη στην εταιρεία. Μόνο κάποιοι λίγοι, από υποχρέωση, εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στο πάλαι ποτέ κραταιό συγκρότημα του Γενάρχη. Οι σφυγμομετρήσεις, η μια χειρότερη από την άλλη, κατέγραφαν τη δυσαρέσκεια του καταναλωτικού κοινού. Εκεί, λίγο πριν από την καινούρια αναμέτρηση, η Thasok International έφτασε να υπολείπεται της Nova Republica πάνω από δέκα μονάδες. Ο Κοντοκώστας, προκειμένου ν’ αποφύγει την προσωπική του συντριβή και για να ’χει να καυχιέται πως δεν νικήθηκε ποτέ, κάλεσε εσπευσμένα τον Μικρογιώργο και του ζήτησε ν’ αναλάβει την εταιρεία.
«Μα είναι διαλυμένο το μαγαζί, δεν είχαμε συμφωνήσει έτσι», τόλμησε ν’ αντιτάξει δειλά.
Τι ήταν να το πει αυτό; Ο Κοντοκώστας κόντεψε να τον φάει ζωντανό.
«Βγες κι υπερασπίσου το έργο μου», του φώναζε. «Η εταιρεία είναι υγιής και βαδίζει στον σωστό δρόμο. Αυτόν να συνεχίσεις και μην ξεχνάς πως θα παρακολουθώ από κοντά την πορεία σου κι αν ξεστρατίσεις κάπου, δεν θα διστάσω να επέμβω».
Ευκολόπιστος κι απονήρευτος ο Μικρογιώργος τον πίστεψε, ανάλαβε το μαγαζί μαζί με τις ευθύνες κι άρχισε τις προσπάθειες της ανασυγκρότησης. Η πορεία όμως ήταν προδιαγεγραμμένη. Η εταιρεία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχασε την πρωτοκαθεδρία κι ο Μικρογιώργος βρέθηκε εν μέσω αντικρουόμενων εισηγήσεων κι αντιμαχόμενων ομάδων. Προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες για να μη διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη η εταιρεία, να μη δυσαρεστήσει τον ένα, να συγκρατήσει τον άλλο, να προσελκύσει ξανά τους καταναλωτές. Χάθηκε μέσα στον κυκεώνα θολών καταστάσεων και γκρίζων ζωνών κάνοντας λάθη και παίρνοντας πρωτοβουλίες που ελάχιστα άγγιζαν τον πολύ κόσμο. Παρά τις δυσκολίες η εταιρεία έδειχνε έτοιμη ν’ ανακάμψει χάρις στα απανωτά λάθη, τις παραλείψεις και τις αδυναμίες της Νova Republica. Σε κάποιους, και πρώτα στον Κοντοκώστα, δεν άρεσε αυτό. «Δεν βαδίζεις στον δρόμο που χάραξα, δεν υπερασπίζεσαι το έργο μου», γκρίνιαζε κάθε τρεις και λίγο.
Και δεν έφτανε που φώναζε ο ίδιος, έβαζε κι άλλους να το κάνουν για πάρτη του επιτείνοντας την αβεβαιότητα και τη σύγχυση. Ο Μπένι, όλο αυτό το διάστημα, έτριβε τα χέρια του. Πανέξυπνος όπως ήταν, καταλάβαινε πως η όλη κατάσταση τον ευνοούσε. Δούλευε, έκανε θόρυβο, τραβούσε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Πληθωρικός, εύστροφος κι ετοιμόλογος τα κατάφερε και χρίστηκε μόνος του υπαρχηγός προτού προλάβουν ν’ αντιδράσουν οι άλλοι. Όταν συνειδητοποίησε ο Μικρογιώργος σε ποια κατάσταση βρισκόταν ήταν ήδη αργά. Μόνη του ελπίδα η νίκη. Πάλεψε με νύχια και με δόντια και να που πίστεψε πως θα τα καταφέρει στο τέλος. Όμως κι αυτό το όνειρο αποδείχτηκε απατηλό. Η ήττα ήταν συντριπτική. Ο Μικροκώστας τον είχε νικήσει κι ο Αννίβας, συγνώμη ο Μπένι, ήταν προ των πυλών. Προς στιγμήν είχε δειλιάσει. «Δεν μου απομένει τίποτα άλλο από το να αναλάβω εξ ολοκλήρου την ευθύνη και να παραιτηθώ», είχε γράψει πριν από λίγη μόνο ώρα. Έτοιμος ήταν να το κάνει μέχρι που φανερώθηκε ο Γενάρχης και τον συντάραξε.
Θύμωσε, τσαλάκωσε το χαρτί, πήρε άλλο κι άρχισε να γράφει. Η εισαγωγή ήταν η ίδια. Αναλάμβανε την ευθύνη αλλά αντί του «να παραιτηθώ» που είχε γράψει αρχικά, τώρα ζητούσε επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Η απόφαση είχε παρθεί. Θα πάλευε για τη θέση του, για την εταιρεία, για τους καταναλωτές. Σηκώθηκε από το γραφείο του και με αυτοπεποίθηση άνοιξε την πόρτα. Στον από κάτω όροφο κάποιοι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον Μπένι. Δεν τους έδωσε σημασία. Αυτοί όμως σταμάτησαν κάθε συζήτηση με το που τον είδαν. Ακολούθησε νεκρική σιγή κι όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Ψύχραιμος κι αγέρωχος ξεδίπλωσε το χαρτί και με σταθερή φωνή τους διάβασε το περιεχόμενό του. Αντιλήφθηκε τη σαστιμάρα που προκάλεσαν τα λόγια του στους εμβρόντητους επιτελείς του και την εκμεταλλεύτηκε. Χωρίς να περιμένει να συνέλθουν και να μπορέσουν ν’ αντιδράσουν, «πάω στο Ζάππειο να το ανακοινώσω στους δημοσιογράφους», είπε και προχώρησε. Πίσω του άκουσε φωνές και τον Μπένι να ωρύεται. «Τι πράγματα είναι αυτά;» φώναζε. «Πρέπει να παραιτηθεί αμέσως, να φύγει τώρα».
Την ώρα που έβγαινε από το Ζάππειο, όπου είχε κάνει δηλώσεις, πήρε το μάτι του τη θηριώδη φιγούρα του Μπένι που έφτανε. Τι ζητούσε εκεί; Τι είχε στο μυαλό του; Πρόλαβε και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο παρακολουθώντας τον προσεκτικά. Με γρήγορες δρασκελιές, βλέμμα εξαγριωμένο και λόγο ασυγκράτητο ο Μπένι τον κατακεραύνωνε. «Αυτός είναι ο υπεύθυνος», έλεγε, «και πρέπει να φύγει αμέσως. Στην εταιρεία μας ταιριάζει ένα καλύτερο μέλλον κι εγώ δηλώνω παρών».
«Να την η εξήγηση», σκέφτηκε. «Τελικά αυτό εννοούσε το μεσημέρι».
Εκείνη την ώρα ένα ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές κι ένα νυχτοπούλι έσκουξε με τον ίδιο ανατριχιαστικό τρόπο που το είχε ακούσει να κρώζει και το ξημέρωμα. Μεσάνυχτα. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Ο Μικρογιώργος ξεπέρασε γρήγορα τον αρχικό φόβο που πήγε να τον καταλάβει και βγήκε στο μισοσκότεινο χωμάτινο δρομάκι. Ο Μπένι εντωμεταξύ είχε τελειώσει με τους δημοσιογράφους κι έφευγε με την ίδια φόρα. Ανάθεμα κι αν ήξερε πού πήγαινε. Η υπερβολική σιγουριά για τις δυνατότητές του τον είχε τυφλώσει. Γι’ αυτό δεν είχε επεξεργαστεί κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο. Θεωρούσε αυτονόητο να συστρατευτούν μαζί του όλοι για να επιτύχουν αυτό που ο ίδιος έκρινε σωστό και καλό. Η αλαζονεία που τον είχε καταλάβει δεν του επέτρεπε να βλέπει τα πράγματα καθαρά και να υπολογίζει πιθανές δυσκολίες. Ο Μικρογιώργος που πετάχτηκε μπροστά του ξαφνικά και του ’κοψε τον δρόμο, τον αιφνιδιάσε.
«Δεν θα σ’ αφήσω», τον άκουσε να του δηλώνει αποφασιστικά, «είμαι κι εγώ παρών».
Ο Μπένι τον κοίταξε απαξιωτικά.
«Και τι μπορείς να κάνεις;» τ’ αντέτεινε. «Δεν το κατάλαβες ακόμη πως είσαι τελειωμένος; Κάνε στην άκρη να περάσω».
Ο Μικρογιώργος θόλωσε. Η προσβολή ήταν μεγάλη κι η αντίδρασή του άμεση.
«Σε καλώ σε μονομαχία», είπε αγριεμένος.
«Δέχομαι», απάντησε ο Μπένι χωρίς να σκεφτεί.
«Με πιστόλι».
«Με πιστόλι. Κάνε πίσω».
Ο Μικρογιώργος άρχισε να πισωπατεί το ίδιο κι ο Μπένι. Την ίδια στιγμή δυο φιγούρες γλίστρησαν πίσω από τα δέντρα κι ήρθαν και πήραν θέση δίπλα τους. Δίπλα στον Μικρογιώργο ο Μπάρμπα Αποστόλης, πλάι στον Μπένι ο Κοντοκώστας. Φαίνεται πως τους παρακολουθούσαν από ώρα κι εμφανίστηκαν την κρίσιμη στιγμή.
«Ψυχραιμία! Τι πάτε να κάνετε εκεί;» φώναξε με όση δύναμη είχε ο Μπάρμπα Αποστόλης κι η βραχνή του φωνή διαπέρασε τη σιγαλιά της νύχτας κι ακούστηκε σαν διαταγή.
Πάγωσαν κι οι δυο. Τα χέρια τους λύγισαν μπροστά στην προσταγή κι οι κάνες των πιστολιών στράφηκαν στο χώμα. Όλα έδειχναν πως η κρίση ήταν έτοιμη να εκτονωθεί.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε αμήχανος ο Μπένι τον Κοντοκώστα.
«Χτύπα τον».
«Πρόσεχε!» φώναξε την ίδια στιγμή στον Μικρογιώργο ο Μπάρμπα Αποστόλης που τ’ αντανακλαστικά του λειτουργούσαν στην εντέλεια.
Ο Μπένι με χέρι σταθερό σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε. Το ίδιο κι ο Μικρογιώργος. Ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί ταυτόχρονα κι οι δυο άντρες έπεσαν ανάσκελα στο έδαφος χτυπημένοι, στο στήθος ο Μικρογιώργος, στην κοιλιά ο Μπένι.
«Αναπνέει!» ψιθύρισε ανακουφισμένος ο Μπάρμπα Αποστόλης πεσμένος όπως ήταν πάνω στο πληγωμένο στήθος του Μικρογιώργο.
«Αναπνέει!» μουρμούρισε φανερά απογοητευμένος ο Κοντοκώστας σκυμμένος πάνω από τον Μπένι.
«Κι η εταιρεία;» αναρωτήθηκε ο Μπάρμπα Αποστόλης την ώρα που οι νοσοκόμοι ταχτοποιούσαν στα φορεία τους δυο τραυματίες.
«Μην νοιάζεσαι. Είμαστε κι εμείς εδώ», απάντησε ο Κοντοκώστας που θεώρησε πως του είχε δοθεί η ευκαιρία που έψαχνε απεγνωσμένα για την παλινόρθωσή του στην εταιρεία.

Α΄ βραβείο πεζογραφίας 24ου λογοτεχνικού διαγωνισμού τού Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων

Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2007

Κινούν και παν’, και παν’…

«Τέσσερις στρατηγοί κινούν και παν’, για πόλεμο… μακριά στα Ζωνιανά», μου ήρθε αυθόρμητα να παραφράσω τους στίχους του τραγουδιού των νεανικών μου χρόνων. Μόνο που η συνέχεια είναι περισσότερο επίκαιρη. «Ο ένας από πόλεμο δεν κάτεχε, ο δεύτερος στις κακουχιές δεν άντεχε, ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο, κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο». Γελάτε; Για κλάματα είναι η όλη κατάσταση, ή πιο σωστά, για γέλια και για κλάματα μαζί. Τώρα, ποια είναι η αντιστοίχηση του καθενός δεν έχει και τόση σημασία αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
«Κατελήφθησαν τα Ζωνιανά, κατελύθη το άβατον, εάλω η Πόλις», πανηγυρίζουν της Ελλάδας οι ακοίμητοι φρουροί. Νίκησαν! Σοβαρά; Την κάθε φορά που η οργανωμένη πολιτεία βρίσκεται αντιμέτωπη με οποιοδήποτε πρόβλημα, είτε είναι πανσπουδαστικό συλλαλητήριο, είτε διαδήλωση, είτε πλημμύρες, είτε φωτιές, είτε συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος, νικιέται. Κι εντωμεταξύ μετράμε ζημιές και θύματα. Άνθρωποι καμένοι, τραυματίες, άλλοι που χαροπαλεύουν επειδή το κράτος της πλάκας, της ανοργανωσιάς, της μίζας, των πελατειακών σχέσεων, δεν ήταν ικανό να τους προστατέψει.
Με τα Ζωνιανά τα ’βαλαν και με το Μυλοπόταμο και με την Κρήτη ολόκληρη. Λες και φταίει ο φιλήσυχος κάτοικος της περιοχής, ο αγρότης, ο επαγγελματίας, ο μεροκαματιάρης, ο οικογενειάρχης που αγωνίζεται να τα φέρει βόλτα. Λες και δεν είναι μια μικρή μειοψηφία οι παρανομούντες. Λες και δεν τους γνωρίζουν έναν έναν χρόνια ολόκληρα. Λες και δεν είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί κι οι αστυνομικοί που τους προστατεύουν. Λες κι είναι η πρώτη φορά. Λες και δεν μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος που διαθέτει απ’ όλα. Από ελικόπτερα που έχουν βληθεί μέχρι αθώα θύματα.
Το κράτος της πλάκας εναντίον οργανωμένων συμμοριών. Οι στρατηγοί της συμφοράς εναντίον σκληροτράχηλων υπερασπιστών του ιδιότυπου καθεστώτος. Στρατηγοί που διαπραγματεύονται την είσοδο στα όρια ενός χωριού της ελληνικής επικράτειας! Ταξίαρχοι που την κρίσιμη ώρα εγκαταλείπουν τη θέση τους και βρίσκονται σε άδεια για να λάβουν μέρος στον Μαραθώνιο!
«Κατελήφθησαν τα Ζωνιανά». Με πολεμικό σχηματισμό. Με τζιπ, τεθωρακισμένα, ελικόπτερα, και πεζοπόρα τμήματα εισέβαλαν στο χωριό. Με το ύφος και τη νοοτροπία καταχτητή για να καλύψουν της ανεπάρκειάς τους το έλλειμμα. Να βρουν τι, ύστερα από τόσες μέρες; Εισβολή έκαναν για το θεαθήναι. Για την τιμή των όπλων, και με την ευκαιρία να πουλήσουμε και λίγο τσαμπουκά, εκ του ασφαλούς, στην πλειοψηφία των κατοίκων που δεν ευθύνονται σε τίποτα. Συνελήφθησαν επειδή ήταν Ζωνιανοί. Προπηλακίστηκαν επειδή η καταγωγή τους ήταν από τα Ζωνιανά. Αντιμετωπίστηκαν σαν εγκληματίες επειδή έκαναν τροχαία παράβαση! Εκεί τους παίρνει, εκεί πουλούν μαγκιά, γιατί αυτοί που είχαν κάτι να φοβηθούν ή τίποτα να κρύψουν, είχαν όλο τον χρόνο και να πάρουν τα βουνά και να εξαφανίσουν τα όπλα, τα ναρκωτικά κι οτιδήποτε άλλο παράνομο είχαν.
Ηρεμήστε, κύριοι της κυβέρνησης. Χαλαρώστε, κύριοι της δημόσιας τάξης. Σας πήραμε είδηση. Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Το κάθε πράγμα τον κύκλο του κάνει. Θα περάσει κι αυτό. Σε λίγες μέρες θα φύγει από τα παράθυρα των καναλιών και θα εξαφανιστεί από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Κι ύστερα, όλα θα γυρίσουν στην πρότερη, ένδοξη, κατάσταση. Στη γαλήνη και τη μακαριότητα. Ανενόχλητοι θα πουλήσουν την παραγωγή τους ξανά οι καλλιεργητές των ναρκωτικών. Και το εμπόριο των όπλων και των πυρομαχικών θα συνεχιστεί κι η εκμετάλλευση των γυναικών κι η ζωοκλοπή κι η καταπάτηση της δημόσιας περιουσίας. Κι οι στρατηγοί θ’ αναπαυτούν πάνω στις δάφνες τους κι οι κυβερνώντες θα πανηγυρίζουν τη νίκη τους. Μόνο που οι δάφνες αυτές είναι βρώμικες κι η νίκη ψεύτικη. Οι κάτοικοι του νησιού, οι φιλήσυχοι πολίτες αισθάνονται, για μια ακόμη φορά, προδομένοι, ανασφαλείς και προβληματισμένοι για το μέλλον.

ΥΓ. Είναι τουλάχιστον κωμικό να εμφανίζονται αυτές τις μέρες όλοι εκείνοι που είχαν την εξουσία και τη δύναμη να πατάξουν το φαινόμενο και δεν το έκαναν. Είναι θλιβερό να βγαίνουν και να κάνουν δηλώσεις οι υπεύθυνοι της μεγέθυνσης του προβλήματος. Κι αν δεν το καταλαβαίνουν, κάποιος θα πρέπει να τους το πει. Επιτέλους, δεν είναι όλα για το θέαμα και τη φθηνή δημοσιότητα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007

Το άλλο με τον Τοτό, το ξέρετε;

«Όσον αφορά το πρόσωπό μου, ίδρυσα το ΠΑΣΟΚ και θα παραμείνω μέλος του ΠΑΣΟΚ», δήλωσε ο κ. Σημίτης κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο φημισμένο «London School of Economics» του Λονδίνου, γράφουν τα ΝΕΑ κι οι φλεγματικοί Άγγλοι ακόμη γελούν.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Ετσιθελισμός; Σωπάτε, καλέ!

Ιστορίες καθημερινής τρέλας, επίδειξης δύναμης κι αυταρχισμού ακούμε πολλές την κάθε μέρα, την κάθε ώρα. Κάποιες απ’ αυτές ξεπερνούν και τη φαντασία ακόμη και μας κάνουν να στεκόμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον δύστυχο που τις εκμυστηρεύεται. Να όμως που τα πράγματα είναι έτσι κι ακόμη χειρότερα. Θέλετε ένα μικρό παράδειγμα; Απολαύστε το!
Το ΙΚΑ στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει την εισφοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία, βγάζει κλιμάκια για να ελέγχουν τις επιχειρήσεις. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Σωστό είναι το μέτρο και πρέπει να επαινεθεί γιατί ούτε τα ασφαλιστικά ταμεία δεν πρέπει να χάνουν πόρους ούτε οι εργαζόμενοι τα ένσημά τους. Για τον λόγο αυτό έχει επιβληθεί στις επιχειρήσεις να τηρούν ειδικό βιβλίο στο οποίο είναι υποχρεωμένες να αναγράφουν τα στοιχεία των εργαζομένων, την ημερομηνία πρόσληψης κλπ, και το οποίο θα πρέπει να επιδεικνύεται στους ελεγκτές σε κάθε ζήτηση. Ας έλθουμε στην πράξη τώρα. Διατηρώ μια μικρή επιχείρηση ενοικιαζομένων διαμερισμάτων στο Σφακάκι του Δήμου Αρκαδίου. Πρωί 6 Μαΐου του 2004. Η επιχείρηση δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί ακόμη κι έχει μόλις προσληφθεί μια καμαριέρα για τον καθαρισμό. Αυτήν βρίσκει το κλιμάκιο. Τη ρωτά πότε προσλήφθηκε, του απαντά αυτή και στη συνέχεια της ζητά το ειδικό βιβλίο του ΙΚΑ για να δει αν είναι καταχωρημένη.
«Α, δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά», τους απαντά.
Το κλιμάκιο σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε, για να μην πω πως ήταν υποχρεωμένο, ν’ αναζητήσει τον υπεύθυνο ή να της ζητήσει να με πάρει ένα τηλέφωνο. Αν γινόταν αυτό, το ζήτημα θα είχε λυθεί κι όλα θα ήταν μια χαρά. Έλα, όμως, που είμαστε στην Ελλάδα! Έλα που έχουμε τη νοοτροπία χωροφύλακα της δεκαετίας του ’50 που συνοψίζεται στο «θα σε τυλίξω εγώ σε μια κόλλα χαρτί, να δεις τι θα πάθεις».
Αυτή τη νοοτροπία, δυστυχώς, είχε και το περί ου ο λόγος κλιμάκιο κι έτσι βρέθηκα «γραμμένος» χωρίς να το πάρω είδηση.
Μπλεγμένος στα γρανάζια
Πρωί πρωί την άλλη μέρα πάω στο ΙΚΑ να παραπονεθώ, να τους δώσω τα απαραίτητα στοιχεία και να λήξει η υπόθεση εκεί. Έτσι νόμιζα.
«Α, αυτό το κλιμάκιο ήταν από την Αθήνα και θα πρέπει να περιμένεις να λάβεις την έκθεση ελέγχου», με πληροφόρησαν, ευγενικά δεν μπορώ να πω, κι εγώ μη έχοντας άλλον τρόπο ν’ αντιδράσω, πήρα τα παράπονά μου κι έφυγα.
Πέρασαν κάποιοι μήνες και πράγματι έλαβα μια ειδοποίηση που με καλούσε να πληρώσω 500 ευρώ πρόστιμο. Πήρα μαζί μου ξανά το βιβλίο του ΙΚΑ, την πρόσληψη της υπαλλήλου, την κατάσταση του επόπτη εργασίας, την αναγγελία του ΟΑΕΔ κι ότι άλλο απαιτείται και καμαρωτός καμαρωτός, σίγουρος πως θα βρω το δίκιο μου, πήγα στο κατάστημα του ΙΚΑ Ρεθύμνης.
«Τώρα ήρθες! Το πρόστιμο έχει επιβληθεί κι η προθεσμία για ένσταση έχει περάσει», μου είπαν.
Άρχισα να μην αισθάνομαι καλά. «Βρε παιδιά, πότε έγιναν όλ’ αυτά;» ρώτησα ο αφελής. «Πότε ήλθε η έκθεση, πότε έληξε η προθεσμία, πότε τα είπατε, πότε τα συμφωνήσατε», που έλεγε κι ο Σταυρίδης σε μια παλιά καλή ελληνική ταινία.
«Σας στείλαμε την απόφαση με απόδειξη παραλαβής κι έχουμε και τ’ αποδεικτικό », με κατακεραυνώνουν.
«Πού ’ν’ το;»
«Να, το», μου λένε και μου πασάρουν ένα δελτίο με μια άγνωστη σε μένα υπογραφή. Τους το λέω, «δεν είμαστε γραφολόγοι», μου απαντούν κι «εν πάση περιπτώσει, υπεύθυνο είναι το ταχυδρομείο. Εμείς από τη στιγμή που έχουμε την απόδειξη, είμαστε εντάξει».
Να το καταπιώ πάει πολύ, και, μη έχοντας τι άλλο να κάνω, παίρνω δρόμο και να ’μαι στα ΕΛΤΑ, στη Μοάτσου.
«Αυτά τα χειρίζονται στη διαλογή στον Κουμπέ», μου λένε έκπληκτοι για την άγνοιά μου. Εξακολουθώ να επιμένω να βρω την άκρη, πεισμώνω και φτάνω στον Κουμπέ. Εξηγώ την κατάσταση, κοίταζε ο ένας αρμόδιος τον άλλο, «θα το ερευνήσουμε, μείνε ήσυχος», μου λένε στο τέλος. Εγώ όμως πιο ανήσυχος απ’ όσα είδα, ξαναγυρίζω στο ΙΚΑ. «Κάνε μια ένσταση κι ας είναι εκπρόθεσμη», με συμβουλεύουν τώρα «και πες τα στην επιτροπή». Μάλλον για να με ξεφορτωθούν το ’καναν. Όχι που θα καθόμουνα με σταυρωμένα χέρια. Πιάστηκα απ’ αυτό και μια και δυο έτοιμη η ένσταση, κατατεθειμένη και πρωτοκολλημένη. Δεν ήταν τόσο για το ποσόν, για το γαμώτο ήταν.
Ετσιθελισμός Νο 2
Πέρασαν έντεκα μήνες από τότε. Χρειάστηκα ασφαλιστική ενημερότητα, δεν μου την έδιναν, έκανα ρύθμιση, αναγκάστηκα και πλήρωσα το τίμημα του ετσιθελισμού τους. Και πάνω εκεί να την και την ειδοποίηση για την εκδίκαση της ένστασης. Την Τετάρτη 24 του Οκτώβρη 2007 και ώρα 15.00 καλείσθε και τα λοιπά και τα λοιπά. Η ευκαιρία που έψαχνα για να τους αποδείξω πανηγυρικά το λάθος τους είχε φτάσει.
Τρεις παρά πέντε βρίσκομαι στον προθάλαμο του γραφείου του διευθυντή του ΙΚΑ, όπου θα συνεδρίαζε η επιτροπή, μαζί με αρκετούς άλλους ταλαίπωρους. Στον πίνακα ανακοινώσεων βλέπω αναρτημένες διάφορες εγκυκλίους. Μιας και περιμένω λέω να ρίξω μια ματιά. Ανάμεσα στις άλλες βρίσκονται και δυο προσκλήσεις. Η μια για ώρα 15.00 αναφέρει πως η επιτροπή θα εξετάσει τις ενστάσεις 6 εργαζομένων κι άλλων τόσων εταιρειών. Πρώτη στη σειρά η δική μου. «Καλά πάμε», σκέφτηκα. «Τουλάχιστον θα ξεμπερδέψω γρήγορα». Κοιτάζω και τη διπλανή. Αυτή αναφέρει ίδια μέρα και ώρα 15.30 κι έχει άλλες τόσες υποθέσεις.
Η ώρα περνά, έρχεται η επιτροπή κι αρχίζει να καλεί τους εργαζομένους. Εξαντλείται ο κατάλογος, φτάνει η σειρά μου. Έτσι νόμιζα, αλλά ο αρμόδιος είχε άλλη γνώμη. Κι αφού την εξουσία την είχε αυτός, αρχίζει να καλεί τους εργαζόμενους από την άλλη πρόσκληση. Δεν αντιδρώ. «Πάει στα κομμάτια», σκέφτομαι, «εργαζόμενοι είναι και σαν τέτοιοι ίσως και να πρέπει να προηγούνται». Εξαντλείται κι αυτός ο κατάλογος. «Έφτασε η σειρά μου», σκέφτομαι ξανά και κάνω ένα βήμα μπροστά. Έλα όμως που ο αρμόδιος, αυτός με την εξουσία, φωνάζει τον τελευταίο της δεύτερης πρόσκλησης. Κεραμίδα μου ’πεσε στο κεφάλι. Στην επιτροπή συμμετέχει δικαστικός, εκπρόσωποι του ΙΚΑ, της επιθεώρησης εργασίας, των εργαζομένων. «Δεν μπορεί», σκέφτομαι, «κάποιο λάθος θα ’γινε». Πάνω εκεί, ξαναβγαίνει ο αρμόδιος, αυτός με το ύφος της εξουσίας, και καλεί τον προτελευταίο της δεύτερης πρόσκλησης. «Ακόμη τούτ’ η άνοιξη, ραγιάδες ραγιάδες», που λέει κι ο ποιητής. Διαμαρτύρομαι. Αρχίζω να φωνάζω. Με καλούν μέσα. «Σήμερα θα εκδικάσουμε το αν η ένστασή σας είναι εκπρόθεσμη ή όχι. Αν την κερδίσετε θα σας καλέσουμε ξανά». Ελλάς 2007!
Τι απόγινε; Ειλικρινά, δεν το γνωρίζω. Θα σας ενημερώσω πάντως.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Εναντίον του λαού

Μεγάλη προσπάθεια θα πρέπει να καταβάλω και σ’ ασκήσεις αυτοπειθαρχίας να υποβληθώ για να τα καταφέρω να παρακολουθήσω τα δελτία ειδήσεων έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση τελικά. Ένα μήνα μόλις και κάτι μέρες μετά τις εκλογές λες κι έπεσαν πάνω μας όλες οι πληγές του Φαραώ μαζεμένες κι ήρθε το κράτος και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του λαού.
Ανατιμήσεις τεράστιες, φρικιαστικές, παντού, επιβολή νέων φόρων, αυξήσεις στους ήδη υπάρχοντες, συντάξεις που δεν θα πάρουμε ποτέ, απειλές, οικονομική τρομοκρατία τέτοια που από μόνη της είναι ικανή να οδηγήσει κάποιον σε απόγνωση. Θα μου πεις, δεν το ήξερα; Δεν το περίμενα; Αναμενόμενο ήταν αλλά όχι κι έτσι. Μια αδύναμη κυβέρνηση, με ισχνή πλειοψηφία, να προχωρήσει τόσο σύντομα σε μια τόσο γενικευμένη επίθεση που τρόμαξε ακόμη και βουλευτές κι υψηλόβαθμα στελέχη της, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορούσα να το φανταστώ. Και το κακό είναι πως δεν φαίνεται διέξοδος. Μια τόσηδα αχτίδα έστω που θα δώσει κουράγιο σ’ ένα λαό παραζαλισμένο. Με το 20%, σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, κάτω από τα όρια της φτώχειας και τους άλλους, τους πολλούς, να προσπαθούν μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, να τα φέρουν βόλτα. Κι η αντιπολίτευση; Αυτή που θα έπρεπε να δίνει μάχες καθημερινές, τι κάνει; Αυτή κι αν σφυρίζει αδιάφορα στον δικό της ρυθμό!
Πιάνεται η ψυχή μου κάθε βράδυ, κι ελπίδα καμιά, από πουθενά. Τα κόμματα της Αριστεράς, βολεμένα από το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, συνεχίζουν τη στείρα πολιτική της καταγγελίας και της άρνησης των πάντων, αφήνοντας στην ουσία ανενόχλητη την κυβέρνηση ν’ αλωνίζει και στο ΠΑΣΟΚ, απ’ όπου ίσως θα είχαμε κάτι να περιμένουμε, γίνεται της επί πληρωμή εκδιδομένης γυναικός, για να χρησιμοποιήσω έναν κάπως πιο ευπρεπή όρο. Όλοι εναντίον του λαού;
Δεν είχα σκοπό ν’ ασχοληθώ με τα εσωκομματικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν το μπορώ το θέμα. Με πονά και με χαλά. Όμως τα όσα απίστευτα βλέπουμε να διαδραματίζονται καθημερινά δεν μπορούν και δεν πρέπει να μείνουν ασχολίαστα. Φταίει ο κ. Σημίτης κι η κυβέρνησή του ισχυρίζονται οι μεν, φταίει η ανεπάρκεια του σημερινού προέδρου αντιτείνουν οι δε. Τα μεγάλα συμφέροντα, επιχειρήσεις τύπου και ΜΜΕ, είναι πίσω από την κρίση καταγγέλλει ο κ. Παπανδρέου, «όφειλες να τους έχεις νικήσει», του απαντά ο κ. Βενιζέλος. Και το ΠΑΣΟΚ, βρε παιδιά; Ο κόσμος του; Οι αστείρευτες δυνάμεις τού ελληνικού λαού που έλεγε ο μακαρίτης ο Ανδρέας, πού πήγαν; Τι έγιναν; Κάποιοι την έκαναν μ’ ελαφρά πηδηματάκια απογοητευμένοι, λέω εγώ, κι οι υπόλοιποι, αποσβολωμένοι, παρακολουθούν έναν αδελφοκτόνο αγώνα του παράλογου που οδηγεί στον αλληλοεξευτελισμό και την αλληλοεξόντωση. Εναντίον του λαού στην ουσία.
Με νύχια και με δόντια πάλεψαν κάποιοι μετά τις εκλογές του 2004 για να μη γίνει συζήτηση για τα αίτια της ήττας. Την ενότητα χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα και τότε. Να μη θιγούν κάποιοι, να μην αποδοθούν ευθύνες. Το κουκούλωμα των εγκληματικών λαθών, της αλαζονείας, του καθεστωτισμού, όρος για μια επίπλαστη ενότητα. Απαγορευμένη συζήτηση το γιατί το ΠΑΣΟΚ έπαψε να είναι κίνημα λαού. Γιατί έχασε τον εργάτη, τον μικρομεσαίο, τον ελεύθερο επαγγελματία και γιατί ξεφούσκωνε τα λάστιχα των τρακτέρ για να κάμψει την αγωνιστικότητα του αγρότη.
Αποκρατικοποιήσεις στη λογική να πουλήσουμε ό,τι πουλιέται-μέχρι αποθέματα χρυσού πούλησε η Τράπεζα της Ελλάδος-φορομπηχτικές πολιτικές, λιτότητα για τον πολύ λαό και πάλι λιτότητα, την ώρα που οι έξυπνοι πλούτιζαν και δημιουργούσαμε καινούρια τζάκια και γιάπις πολυάσχολους. Απαγορευμένη ακόμη κι η αναφορά για να μη θιγεί, τρομάρα μας, η ιστορία και το έργο του ΠΑΣΟΚ.
Για όλα φταίει ο κ. Σημίτης; Σίγουρα όχι. Κι αν καταλογίζονται πολλά στη διακυβέρνησή του, σίγουρα δεν ήταν ο μόνος υπαίτιος. Και συμφέροντα τον στήριξαν και εταιρείες τύπου και ΜΜΕ. Τον στήριξαν όμως και πάρα πολλά στελέχη και η τότε πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ. Η περίοδος Σημίτη άφησε τεράστιο έργο. Το τίμημα όμως ήταν μεγάλο. Ξεστράτισε το ΠΑΣΟΚ από τον δρόμο του, θάμπωσε το όραμα και ξέφτισε κι έχασε το στίγμα και την ιδεολογία του. Το κοινό συμφέρον υποτάχθηκε στο ατομικό, ατόνησαν οι οργανώσεις και χάθηκε η συντροφικότητα.
Αυτό το ΠΑΣΟΚ παράλαβε ο κ. Παπανδρέου για να πούμε και του στραβού το δίκιο. Ένα κόμμα (;) που πλειοψηφούσε στην Εκάλη και στου Παπάγου κι έχανε στις φτωχογειτονιές και την περιφέρεια. Ένα ΠΑΣΟΚ κατασυκοφαντημένο, διαλυμένο, αφερέγγυο, και μετά από λίγο, ηττημένο. Φταίει ο κ. Παπανδρέου για την παραπέρα πορεία; Και ναι και όχι. Έχει ευθύνη γιατί δεν τόλμησε να κάνει ρίξεις, να το κάνει ομοιογενές και να του δώσει έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό. Βοηθήθηκε σ’ αυτό; Όχι όσο έπρεπε. Κάποιοι δεν προσπάθησαν αρκετά, κάποιοι ολιγώρησαν, κάποιοι του την είχαν στημένη.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα είναι σε κρίση βαθύτατη. Όμως κρίσεις έχει περάσει πολλές και ξέρει να τις ξεπερνά, αρκεί να θέλει. Η 11 του Νοέμβρη είναι ανάγκη να αναδείξει έναν Παπανδρέου ισχυρό κι ένα ΠΑΣΟΚ αληθινά ενωμένο. Κι ο κ. Βενιζέλος χρειάζεται, κι ο κ. Σκανδαλίδης, κι εσύ, κι ο καθένας. Να διαλυθούν οι στρατοί, να πέσουν οι τόνοι, και να γίνουν οι απαραίτητες συζητήσεις, οι αναλύσεις κι οτιδήποτε άλλο απαιτηθεί, με στόχο να βγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα που θα το βοηθήσουν να επαναπροσδιορίσει θέσεις και ιδεολογίες και θα το οδηγήσουν σε νέους, νικηφόρους αυτή τη φορά, αγώνες.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

Διεθνές «δίκαιο»

Λήγει η θητεία της Κάρλα Ντε Πόντε, τη θυμάστε βέβαια την ξινή εισαγγελέα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, αυτή την ανέραστη νευρωτική «κυρία» που είχε βάλει σκοπό της ζωής της να καθαρίσει την τέως Γιουγκοσλαβία απ’ ό,τι ξέφυγε από τους αμερικάνικους πυραύλους και τους βομβαρδισμούς από τα αόρατα αεροπλάνα, στέλνοντας στο Διεθνές Δικαστήριο τους Σέρβους ηγέτες και μόνον αυτούς.
Ένας πόλεμος είναι πάντα πόλεμος με εγκλήματα κι από τη μια μεριά κι από την άλλη, θηριωδίες, φοβερές καταστροφές, πόνο και πολύ θάνατο. Πολλοί οι εγκληματίες, πολλοί κι οι υπεύθυνοι αφού όλοι τους χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα και τις ίδιες μεθόδους. Σφαγές έκαναν οι Σέρβοι, σφαγές κι οι Μουσουλμάνοι ή μήπως σκορπούσαν ροδοπέταλα οι τελευταίοι; Την πληρώνουν πάντα όμως μόνο οι χαμένοι. Αυτοί που είδαν τη χώρα τους να διαμελίζεται, να σωριάζεται σε ερείπια, οι αδύναμοι, οι νικημένοι, οι καταχτημένοι, αυτοί που τελικά δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. «Ουαί τοις ηττημένοις». Το δίκαιο του ισχυρού σε όλο του το μεγαλείο. Η δικαιοσύνη της σκοπιμότητας, του συμφέροντος και της Pax Americana.
Στην άκρη η Ντε Πόντε κι αναζητούν ήδη τον κατάλληλο διάδοχο, αυτόν που θα φέρει σε πέρας τη βρώμικη δουλειά που είχε αναλάβει, τη διατεταγμένη υπηρεσία που θα ντύσει με νομικά επιχειρήματα ειλημμένες εκ των προτέρων καταδικαστικές αποφάσεις.
Ανακουφίστηκα προς στιγμήν και χάρηκα σαν διάβασα την είδηση. «Στα κομμάτια», σκέφτηκα, «ο νέος μπορεί να είναι καλύτερος», αλλά αμέσως, «Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο / Μην πεις πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως / Πως θα 'ναι το λυκόπουλο, καλύτερο απ’ τον Λύκο / Τότε μονάχα να χαρείς: σαν φύγει ο τελευταίος», θυμήθηκα τους πάντα επίκαιρους στίχους του Βάρναλη.

Μποναμάς

6 δις ευρώ είναι ο μετεκλογικός μποναμάς της κυβέρνησης. Τόσα θα πληρώσουμε επιπλέον εγώ, εσύ, όλοι μας, με τον καινούριο προϋπολογισμό. Δεν μπορώ να πω τίποτα, δεν μου επιτρέπεται να παραπονεθώ, ούτε και να κατηγορήσω τον κ. Καραμανλή ή τον κ. Αλογοσκούφη. Κι οι δυο μάς είχαν προειδοποιήσει κι οι δυο μέσες άκρες μάς είχαν πει τι μας περιμένει μετά τις εκλογές. Φόροι στα ακίνητα, φορολογική κλίμακα χωρίς τιμαριθμοποίηση που εκμηδενίζει την όποια αύξηση δοθεί, πάγωμα μισθών, φτώχεια και μιζέρια στα κονδύλια για την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, άνοιγμα του ασφαλιστικού με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασφαλισμένους και τα δικαιώματά τους.
Το αδηφάγο τέρας, το κράτος που διαμορφώσαμε, θέλει έσοδα ατέλειωτα για να τραφεί κι όχι ό,τι κι ό,τι. Θέλει φόρους που να αγγίζουν τους πολλούς για να εισπράττει περισσότερα χωρίς να θίγει τους οικονομικά ισχυρούς. Θέλει εξομοίωση των πάντων. Καταργείται π.χ. ο φόρος κληρονομιάς σ’ όλα τα ακίνητα, είτε πρόκειται για ένα ταπεινό δυαράκι είτε αφορά πολυτελείς βίλες των δύο και τριών χιλιάδων τετραγωνικών των βορείων προαστίων, πανάκριβα διαμερίσματα του Κολωνακίου και όχι μόνο. 160 εκατομμύρια ευρώ είναι η απώλεια εσόδων από την κατάργηση αυτή, 660 εκατομμύρια θ’ αποφέρει το 1% επί των ακινήτων, χώρια ο ενιαίος φόρος κατοχής μικρών και μεγάλων ιδιοκτησιών. Εξομοίωση και στη φορολογία των καυσίμων. 1 ευρώ θα πωλείται πλέον το πετρέλαιο θέρμανσης για την αντιμετώπιση, τάχα μου, της λαθρεμπορίας και της απώλειας σημαντικών εσόδων κι ο επιπλέον φόρος θα επιστρέφεται, λέει, από τις εφορίες ή τις τράπεζες, δεν έχουν ξεκαθαρίσει ακόμη από πού. Περίεργος είμαι να δω πώς θα λειτουργήσει το νέο μέτρο. Να δω ουρές να φτάνουν στους δρόμους, ταλαιπωρία, διαπληκτισμούς, φασαρία. Να δω τον γεράκο ή τη γριούλα που θα πάει με το μπιτόνι ν’ αγοράσει πετρέλαιο για τη θερμάστρα να στέκεται στην ουρά για να της επιστρέψουν 12 ευρώ. Να δω τον ξύπνιο με την καρότσα του 4Χ4 γεμάτη βαρέλια να φορτώνει πετρέλαιο που θα το χρησιμοποιήσει για την κίνηση του θηρίου που οδηγεί και των υπόλοιπων μηχανημάτων του να παίρνει το τιμολόγιο και να εισπράττει πίσω τον φόρο. Να δω, να δω, τι άλλο να δω από την τύφλα μας τη μαύρη.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Πολιτική ηθική

Ηθική και πολιτική είναι έννοιες που δεν συμβαδίζουν. Δεν πάνε μαζί. Έτσι μας έχουν μάθει, μ’ αυτές μας έχουν μεγαλώσει, τελικά μας έπεισαν και τις έχουμε αποδεχτεί. Στην πολιτική αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα, γι’ αυτό κι η χρήση θεμιτών κι αθέμιτων μέσων συγχωρείται. Κι αν κάποιος δεν συμφωνεί με τα παραπάνω και τα έχει κάνει τρόπο ζωής, τι γίνεται τότε; Απλά μένει στην άκρη. Απόβλητο της κοινωνίας μας της υποκριτικής, της κοινωνίας του ωχαδελφισμού και του ευκαιριακού συμφέροντος.
Τον τοπικό βουλευτή τον κ. Όθωνα κατηγόρησαν πως ήταν πίσω από τον, άδικο κατά τη γνώμη μου, αποκλεισμό του κ. Νεονάκη, λες κι είχε δύναμη κι επιρροή τόση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που να του επιτρέπει να επιβάλλει υποψηφίους και να αποκλείει άλλους. Λες κι ήταν αυτός που άφησε εκτός ψηφοδελτίου τον κ. Κουλούρη, τον κ. Πάχτα κι έχρησε επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας την κ. Γεννηματά. Ο καθένας που πολιτεύεται φιλοδοξεί να εκλεγεί και να εξασφαλίσει μια θέση στη Βουλή. Γι’ αυτό πασχίζει και αγωνίζεται να υποσκελίσει τους συνυποψηφίους του και να αναδειχτεί ο ίδιος. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού και σ’ αυτά τα πλαίσια είναι υποχρεωμένος να κινηθεί. Αυτονόητο; Όχι για όλους γιατί εδώ βρεθήκαμε θεατές σ’ ένα θέατρο του παραλόγου. Τον λίθο του αναθέματος κίνησαν εναντίον του κ. Όθωνα σχετικοί και άσχετοι. Με το χρονόμετρο μετρούσαν τις ώρες που περνούσαν μέχρι να κάνει δήλωση, καταδικαστική του αποκλεισμού, ο κ. Όθωνας. Αυτονόητο; Ίσως.
Παράκλητο εμφάνισαν τον κ. Λαμπίρη, στενό φίλο της οικογένειας Παπανδρέου, που χρειάστηκε να ταξιδέψει μέχρι το Ρέθυμνο ο αδελφός του προέδρου για να τον πείσει. Γιατί να το κάνει; Αφού είχαν τόσο ισχυρό εκπρόσωπο, προς τι οι παρακλήσεις;
Ανύπαρκτο το οργανωμένο ΠΑΣΟΚ στο Ρέθυμνο, ούτε για δείγμα μια πολιτική κίνηση, για τα μάτια του κόσμου έστω. Κι από κει κι ύστερα ο απόλυτος παραλογισμός. Πίσω από τον κ. Λαμπίρη συσπειρώθηκαν, φύρδην μύγδην, από κομματικά στελέχη μέχρι φιλόδοξοι παράγοντες. Όλοι στη μάχη, με όλα τα μέσα, ακόμη και με την εμπορία του ανθρώπινου πόνου και την εξαργύρωση της όποιας ευγνωμοσύνης.
Δεν τους ενδιέφερε να ενισχυθεί το ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε υπήρξαν κάποιοι που προέτρεπαν αδίστακτα τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν τον αντίπαλο συνδυασμό αν δεν ψήφιζαν τον εκλεκτό τους. Δεν τους ενδιέφερε τόσο να νικήσει ο κ. Λαμπίρης, όσο το να χάσει ο κ. Όθωνας. Ούτε η δυναμική κοινοβουλευτική του παρουσία ούτε οι εκατοντάδες των επερωτήσεων του τους έκαναν ν’ αλλάξουν γνώμη. Ίσως αυτό ήταν που ενοχλούσε.
Οι κάλπες άνοιξαν, ο στόχος επετεύχθη, η πόλις εάλω, τα προσωπεία έπεσαν. Στο Ρέθυμνο, το ΠΑΣΟΚ, ύστερα από πολλά χρόνια, βρέθηκε στη δεύτερη θέση, κι ο κ. Λαμπίρης αποδείχτηκε όχι και τόσο στενός φίλος της οικογένειας Παπανδρέου αφού στην εσωκομματική διαμάχη απέφυγε να πάρει θέση υπέρ του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη κι αυτό όμως το αποτέλεσμα δεν τους ικανοποίησε απόλυτα. Βλέπετε ο εχθρός, ο κ. Όθωνας, κράτησε, δεν εξαφανίστηκε, δεν ισοπεδώθηκε. Πάνω από 9.800 Ρεθεμνιώτες τον τίμησαν με την ψήφο τους κι αυτό δεν τους άρεσε. Η βουλιμική τους διάθεση δεν είχε κορεσθεί. Άρχισαν λοιπόν ψιθυριστά να διαδίδουν πώς, τάχα μου, ο κ. Όθωνας θα έκανε ένσταση και θα κήρυττε έκπτωτο τον εκλεκτό τους, εφευρίσκοντας μόνοι τους και τα επιχειρήματα. Μέχρι που βγήκε ο ίδιος ο κ. Όθωνας και τους ξεμπρόστιασε. «Δεν εξετάζω το ενδεχόμενο να επιδιώξω βουλευτική έδρα στις αίθουσες των δικαστηρίων», τους πέταξε κατάμουτρα και συνέχισε, «δηλώνω κατηγορηματικά πως ΔΕΝ θα αποδεχτώ βουλευτική έδρα ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι θα ακολουθήσει η ίδια κατηγορηματική δημόσια δέσμευση εκ μέρους και των δυο άλλων συνυποψηφίων».
Νομίζω πως καμιά φορά υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Πολιτική και ηθική μπορούν και πρέπει ν’ αρχίσουν να συνυπάρχουν.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

Έκαψε το χαρτί του ο κ. Βενιζέλος;

Από την επομένη της εκλογής του κ. Παπανδρέου στη θέση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είχε κατακτήσει τη θέση του Νο 2 του Κινήματος.
Όταν αναφέρεται κάποιος στον κ. Βενιζέλο και στα προσόντα του πρέπει να χρησιμοποιεί πάντοτε υπερθετικό βαθμό. Ιδιαίτερα ευφυής, πληθωρική προσωπικότητα, άριστος χειριστής του λόγου, βαθύς γνώστης των προβλημάτων του λαού, αποτελούσε το βαρύ πυροβολικό του Κόμματος και την ελπίδα για το μέλλον και την παραπέρα πορεία του ΠΑΣΟΚ. Όμως από το βράδυ των εκλογών, σαν κάποια κακή μοίρα να τον έσπρωξε, άρχισε να κάνει τη μια πίσω από την άλλη τις λάθος κινήσεις. Αναφέρω ενδεικτικά:
Λάθος 1ον Η βιασύνη του να δηλώσει «παρών», την ώρα που ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ αποσβολωμένος παρακολουθούσε την έκδοση των αποτελεσμάτων, χτύπησε άσχημα, πολύ άσχημα μάλιστα, κι έδωσε την εντύπωση πως ο κ. Βενιζέλος ήταν «σαν έτοιμος από καιρό» για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του ποιητή.
Λάθος 2ον Η εσπευσμένη συνάντησή του με τον τέως πρωθυπουργό, τον κ. Σημίτη, και οι δηλώσεις του περί «εγγυητή» ερμηνεύτηκαν σαν προσπάθεια να βάλει ξανά στο παιχνίδι, και μάλιστα σαν επικυρίαρχο, τον άνθρωπο που δεν τόλμησε να υπερασπιστεί το έργο του το 2004 κι άφησε άλλους να το κάνουν αυτό.
Λάθος 3ον Η στήριξη της υποψηφιότητάς του από στελέχη που είχαν στιγματιστεί ή περιθωριοποιηθεί έδωσαν λάθος εικόνα και τον αδίκησαν.
Λάθος 4ον Η απάντηση σε χρόνο μηδέν σε κάθε δήλωση του κ. Παπανδρέου με ύφος υπερφίαλο κι η προσπάθεια διόρθωσης των παραπάνω λαθών επέτειναν την αρνητική εικόνα.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ θα ήθελαν τον κ. Βενιζέλο επικεφαλής του Κινήματος, σ’ ένα ΠΑΣΟΚ όμως ενωμένο και δυνατό με νέα ορμή και όραμα και όχι αρχηγό μιας φατρίας. Θα τα καταφέρει άραγε ο πανέξυπνος κ. Βενιζέλος να κάνει εκείνες τις διορθωτικές κινήσεις που απαιτούνται ή απλώς θα δει το άστρο του να τρεμοσβήνει; Και βέβαια πρέπει να περιφρουρηθούν αυστηρά οι διαδικασίες και ν’ αποφεύγονται πράξεις όπως το σημερινό δυσάρεστο περιστατικό που δεν τιμούν την πολιτική και δεν αξίζουν ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στην ιστορία του.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2007

Τι έχουν τα έρμα;

«Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;» αναρωτιόταν ο βοσκός της ιστορίας κι εμένα αυτό κάτι μου θυμίζει. Οι κάλπες άνοιξαν, ο λαός μίλησε, το αποτέλεσμα βγήκε και το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ένα: το ΠΑΣΟΚ έχασε. Υπέστη ήττα συντριπτική, όπως λένε οι δημοσιογράφοι και τα κανάλια. Κι όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι, ο χαμένος πληρώνει τον λογαριασμό. Το ερώτημα είναι ποια ήταν τα αίτια, ποιο το καθοριστικό σημείο εκείνο που οδήγησε σε μια τόσο μεγάλη κι εκτεταμένη ήττα και ποιο θα είναι τελικά το τίμημα. Πολλά θ’ ακουστούν, αναλύσεις θα γίνουν, κάποιοι θα προσπαθήσουν να φέρουν την ήττα και τ’ αποτελέσματά της στα μέτρα τους. Ένα μόνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: Το ΠΑΣΟΚ δεν έπεισε και κάποιοι φταίνε γι’ αυτό.
Είχε ν’ αντιπαλέψει την, κατά γενική ομολογία, χειρότερη κυβέρνηση από την μεταπολίτευση και μετά. Λάθη, παλινωδίες, κουμπάροι, ομόλογα, βρώμισαν τη χώρα. Από την άλλη, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, σε καιρό ειρήνης, κάηκε η Ελλάδα. Μύρισε καμένη σάρκα ανθρώπων που πέθαναν μόνοι κι αβοήθητοι σ’ ένα σύγχρονο, υποτίθεται, κράτος. Έχασε η κυβέρνηση, είδε τα ποσοστά της τα μειώνονται δραματικά, έχασε όμως πολύ περισσότερο το ΠΑΣΟΚ. Πρωτόγνωρες καταστάσεις. Το κόμμα που φιλοδοξούσε να κυβερνήσει είδε τη δύναμή του να μειώνεται μέχρις εξαφανίσεως.
Δεν έπεισε το ΠΑΣΟΚ. Είχε απέναντι του μια ανίκανη κυβέρνηση που για τριάμισι χρόνια αντί να κυβερνά, αντιπολιτευόταν το ΠΑΣΟΚ, είχε και τα κόμματα της Αριστεράς με την μόνιμη επωδό του δικομματισμού, λες και μέχρι τώρα κι από σήμερα πάλι δεν κυβερνούσε και δεν θα κυβερνά η Δεξιά αλλά ο δικομματισμός, κι όμως δεν έπεισε. Δεν έπεισε γιατί δεν τόλμησε να παραδεχτεί τα λάθη του. Δεν τόλμησε να βγει και να διαχωρίσει τη θέση του από την διακυβέρνηση Σημίτη. Δεν τόλμησε ν’ αποστασιοποιηθεί από τον ηγέτη που αλλοίωσε τη μορφή του Κινήματος. Που άφησε τα περισσότερα στελέχη του στη γωνία και κυβέρνησε με μια ψευτοεκσυγχρονιστική ομάδα. Που το έφτασε στο σημείο να πλειοψηφεί στου Παπάγου και τα βόρεια προάστια και να χάνει στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας. Που έσπασε βίαια τους δεσμούς που το ένωναν με τον μικρομεσαίο, τον μεροκαματιάρη, τον αγρότη, τον μη προνομιούχο.
Είχε αγανακτήσει ο λαός και τους έστειλε στον πάγκο. Άλλαξε ηγεσία κι η εντολή που έδωσε στην καινούρια ήταν πιεστική. «Προχώρα, άλλαξέ τα όλα», ήταν το σύνθημα που δονούσε απ’ άκρου σ’ άκρο την Ελλάδα ολόκληρη. Τι σήμαινε, σε απλά ελληνικά, αυτή η εντολή; Αλλαγή πλεύσης σήμαινε. Ν’ αναγεννηθεί και να ’ρθει το Κίνημα ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο, να του δώσει επιτέλους ελπίδα και όραμα. Έγινε αυτό; Σίγουρα όχι και γι’ αυτό δεν έπεισε. Παράταιρα ανοίγματα σε άλλους χώρους, με πρόσωπα φθαρμένα την ώρα που μιλούσε για ανανέωση, (βλέπε Μάνος, Ανδριανόπουλος, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης), περισσότερη σύγχυση έφεραν και περισσότερη ζημιά έκαναν, παρά καλό. Λάθη στις επιλογές προσώπων που μπορεί να ήταν αξιόλογα, αλλά δεν αντιλήφθηκε ποτέ ο λαός ούτε τις ικανότητες ούτε την αναγκαιότητα που τα επέβαλε, (δες Ματσούκα -τι να έγινε άραγε αυτή;- Ξενογιαννακοπούλου, Πατουλίδου, Καραχασάν).
Αποφάσεις εν θερμώ με τον αποκλεισμό δικαίων και αδίκων στην υπόθεση της τροπολογίας Πάχτα, παλινωδίες στο θέμα Νεονάκη που πρώτα τον απόκλεισε από το ψηφοδέλτιο, τον ενθάρρυνε στη συνέχεια για να τον ξανακόψει, κι αμέσως μετά τον ύμνησε, ενέργειες ακατανόητες από τον απλό λαό. Πολιτικές μπερδεμένες με απουσία ουσιαστικού λόγου για τα προβλήματα που απασχολούσαν τους πολλούς κι εμμονή σε θέματα περίεργων μειονοτήτων, που σίγουρα χρειαζόντουσαν, δεν άγγιζαν όμως τον κόσμο που λαχταρούσε για κάτι νέο κι αφαιρούσαν ψήφους αντί για να φέρνουν. Και μετά αναρωτιόμαστε για το «τι έχουν τα έρμα και ψοφούν».
Οι κάλπες έκλεισαν, το αποτέλεσμα βγήκε, η κυβέρνηση -έστω κι αποδυναμωμένη- έχει σαφή εντολή. Ο τόπος χρειάζεται κυβέρνηση για ν’ αντιμετωπιστούν τα πολλά προβλήματα. Το ΠΑΣΟΚ έχασε. Μοιάζει με δρομέα που έτρεχε μόνος του και τα κατάφερε να ’ρθει δεύτερος και καταϊδρωμένος. Και μέσα σ’ όλα τέθηκε και θέμα ηγεσίας. Ψυχραιμία χρειάζεται πάνω απ’ όλα και νηφαλιότητα. Να καθίσουν όλοι μαζί, να βρουν τι έφταιξε, και να επανακαθορίσουν πολιτικές και στρατηγικές. Αυτό προέχει γιατί ο τόπος έχει ανάγκη τη δημοκρατική παράταξη. Χρειάζεται τον άλλο λόγο, αυτόν που θα τον κάνει να πιστέψει πως για την έξοδο από το τέλμα, την ακρίβεια και τη μίζερη καθημερινότητα, υπάρχει κι άλλος δρόμος. Τίποτα δεν τέλειωσε. Ο αγώνας πρέπει ν’ αρχίσει από σήμερα κιόλας.

Υ.Γ. Αλλαγή είχαμε και σε τοπικό επίπεδο. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί ο νομός από την υπόλοιπη Ελλάδα και πως το ΠΑΣΟΚ έχασε για όλους τους παραπάνω λόγους. Εδώ βέβαια είχαμε και μια επιπλέον διαφορά. Ο κ. Λαμπίρης, καθ’ όλα αξιοπρεπής και άριστος επιστήμονας, κέρδισε εύκολα χάρις σε μια ευκαιριακή κι ετερόκλητη συμμαχία που πρέπει να μας προβληματίσει. Μια ευρύτατη συσπείρωση στελεχών και παραγόντων, κόντρα στον τοπικό βουλευτή, του χάρισαν τη νίκη. Κάποιοι, δυστυχώς, έκαναν προσωπικό παιχνίδι, έβγαλαν απωθημένα στην πλάτη του Ρεθεμνιώτικου λαού, κι εύχομαι αυτό να βγει σε καλό. Σίγουρα ο μόνος που δεν φταίει είναι ο κ. Λαμπίρης στον οποίο εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στα δύσκολα καθήκοντα που ανέλαβε. Όσο για τον… ή την… άλλο(η) βουλευτή, όταν ξεκαθαρίσει, εύχομαι κι ελπίζω να προσφέρει τα μέγιστα στο τέως (;) παντέρμο Ρέθυμνο.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2007

Ενός λεπτού σιγή, πολλών λεπτών… κραυγή

«Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς…» Αυτά που πίστεψες, γι’ αυτά που σου δημιουργήθηκαν ελπίδες, ένα καλύτερο αύριο που οραματίστηκες, δεν ήταν απατηλό όνειρο. Προεκλογικά λόγια, υποσχέσεις σοβαροφανείς και προγράμματα βαθυστόχαστα ήταν, από ένα κόμμα που αγωνιούσε να σε πείσει πως άλλαξε, πως δεν έχει καμιά σχέση με την παλιά, αμαρτωλή Δεξιά. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν νέοι, ωραίοι οι περισσότεροι, καλλιεργημένοι, με καλές σπουδές στο εξωτερικό κι έναν αέρα κοσμοπολίτη που, όπως και να το κάνουμε, προσελκύει.
Προσπαθούσαν να σου μιλούν απλά, να σε πλησιάσουν, να σε πείσουν. Σου μίλησαν για ένα καλύτερο αύριο, για μια ζωή με όραμα, για τη σύγχρονη αντίληψη. Για μια νέα διακυβέρνηση με ανασύσταση του κράτους, για αγώνα κατά της διαπλοκής, για φροντίδα στους αδύναμους κι ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδηματικά τάξεων. Για όλα μίλησαν, όλα τα υποσχέθηκαν. Μέχρι την Αριστερά κόντεψαν ν’ απογυμνώσουν από συνθήματα και να της αποστερήσουν επιχειρήματα.
Σου μίλησαν για μια νέα εποχή με νέες ιδέες και ήθος νέο. Για τη μάχη της καθημερινότητας και τον σεβασμό στον πολίτη. Όλ’ αυτά θα λυνόντουσαν ως δια μαγείας αν τους ψήφιζες και μάλιστα σεμνά και ταπεινά. Δεν σε κατηγορώ που σ’ έπεισαν ούτε τον χαρακτηρισμό του αφελή σου προσάπτω. Ήθελες και τους πίστεψες. Ανάγκη είχες να κρατηθείς από κάπου. Για μια ελπίδα ζούμε, για ένα καλύτερο μέλλον που δικαιούμαστε όλοι στο κάτω κάτω.
Δεν το πολυσκέφτηκες, υποθέτω. Σε συνεπήρε ο ενθουσιασμός, ήθελες να τιμωρήσεις και τους άλλους για τα λάθη και τις παραλείψεις τους, και τους ψήφισες. Ποσοστό μεγάλο τους έδωσες κι εκλογική δύναμη τέτοια που να μπορέσουν άνετα να κυβερνήσουν και να κάνουν ανεμπόδιστα πράξη τις ιδέες και τα οράματά τους.
Νίκη μεγάλη. Πανηγυρισμοί στο κυβερνητικό στρατόπεδο κι εσύ σε στάση αναμονής. Περίοδος χάριτος. Οι πρώτες εξαγγελίες βαρύγδουπες. Απογραφή, βασικός μέτοχος, μάχη κατά της διαπλοκής. Ο χρόνος κυλά πότε αργά, βασανιστικά και πότε πάλι μ’ αστραπιαία ταχύτητα ανάλογα με την εξέλιξη των «μεταρρυθμίσεων» και το μέγεθος της καρπαζιάς που έπεφτε κάθε φορά. Η απογραφή οδήγησε σε μέτρα λιτότητας, αύξηση του ΦΠΑ κι επιτήρηση από την έκπληκτη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο βασικός μέτοχος δεν πέρασε από τα κοινοτικά όργανα κι ύστερα από ένα θρίλερ απειλών κι εκβιασμών αποσύρθηκε και ξεχάστηκε κι η μάχη κατά της διαπλοκής εγκαταλείφθηκε προτού καν ξεκινήσει.
Τριάμισι χρόνια λιτότητας κι άλλα τόσα απίστευτης κυβερνητικής ανικανότητας είναι πολλά. Πάρα πολλά. Σ’ αυτό το διάστημα γνωρίσαμε τους πραίτορες, μάθαμε τις ζαρντινιέρες που δέρνουν, εμπεδώσαμε τα δομημένα, τους κουμπάρους, τις μίζες. Υποκλοπές, απαγωγές μεταναστών κι ασύμμετρες απειλές, ήταν απλά το κερασάκι στην τούρτα.
«Κι εσύ, λαέ βασανισμένε», τι κάνεις; Τους συγχώρησες τη μια φορά, τους δικαιολόγησες την άλλη, κράτησες το στόμα σφαλιστό την παράλλη, κατάπιες την κοροϊδία των συμβασιούχων, το αλλαλούμ των πανελληνίων, τι άλλο σου μένει τώρα; Βιαστικά προκήρυξαν εκλογές. Μάνι μάνι να τις κάνουν να ξεμπερδεύουν, στον ύπνο να σε πιάσουν, σκέφτηκαν.
Αυτή η κυβέρνηση δεν είναι απλά κακή, είναι επικίνδυνη. Ξεκίνησε τη θητεία της με την πτώση του Σινούκ που σκότωσε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τελείωσε με μια καμένη Ελλάδα. Με όνειρα στ’ αποκαΐδια, με χωριά εξαφανισμένα από τον χάρτη, με 75 νεκρούς. Κάηκαν άνθρωποι στην Ελλάδα του 2007, το πήρατε χαμπάρι; Μόνοι κι αβοήθητοι. Μ’ ένα κράτος ανίκανο να τους προστατέψει και να τους υποστηρίξει. Οι νεκροί είναι πολλοί. Αδικαιολόγητα πολλοί. Πιο πολλοί όμως είναι οι απογοητευμένοι, οι απελπισμένοι, οι θυμωμένοι. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει. Τώρα! Πριν μας βρουν κι άλλες συμφορές γιατί ο χειμώνας που έρχεται προβλέπεται βαρύς. Σε λίγες μέρες, στην κάλπη, πρέπει να εισπράξει το αντίτιμο του έργου της γιατί εσύ κι εγώ, ο απλός λαός, πονάμε.
Να τιμωρηθεί ο δικομματισμός μας παροτρύνουν τα μικρά κόμματα. Συμφωνώ μαζί τους κι εγώ αλλά, «δεν πρόκειται να συνεργαστούμε ποτέ και με κανέναν», διακηρύσσουν κάποια απ’ αυτά. Τι λες, ρε φίλε; Να σε ψηφίσω δηλαδή, να σ’ ενισχύσω, να τιμωρήσω τον δικομματισμό και ν’ αφήσουμε μια ρημαγμένη χώρα ακυβέρνητη; Ε, όχι, δεν σφάξανε. Αυτή η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί, να βρει το κουράγιο και τη δύναμη να προχωρήσει κι ο λαός της, αυτός ο υπέροχος, να μπορέσει να ζήσει ήσυχος επιτέλους.

Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2007

Ασύμμετρα

Δεν υπάρχει καμιά ασύμμετρη απειλή. Υπάρχει ασύμμετρη ανικανότητα. Ασύμμετρη ανευθυνότητα, βλακεία ασύμμετρη υπάρχει.
Ύστερα από την καταστροφή του περιβάλλοντος, το κάψιμο σπιτιών και περιουσιών, ύστερα από την παράλογη απώλεια τόσων ανθρώπινων ψυχών, βάζουν μπουρλότο τώρα και στον τουρισμό. Περίγελος γίναμε. Η μία χώρα μετά την άλλη εκδίδουν ταξιδιωτικές οδηγίες και προειδοποιούν όσους επιθυμούν να ταξιδέψουν πως η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής. Η κοιτίδα του πολιτισμού, των μεγάλων έργων, η χώρα που διοργάνωσε την πιο επιτυχημένη Ολυμπιάδα, κατάντησε έρμαιο μιας κυβέρνησης ασύμμετρα επικίνδυνης.
Ουρές οι πυρόπληκτοι για τα περιβόητα 3000 ευρώ της ξεφτίλας κι από κοντά τσιγγάνοι και συμπαθείς μετανάστες που μυρίστηκαν ευκαιρία για λίγο ξεκούραστο ρευστό. Κομματικά παραμάγαζα, θλιβεροί μεσάζοντες του πόνου και της απελπισίας για μια αμφίβολη ψήφο. Οδηγίες μιας κυβέρνησης πανικόβλητης μπροστά στον χαλασμό. Τραπεζικοί υπάλληλοι που λιποθυμούν, αποθέωση του αλαλούμ, Ελλάς 2007!
Για προσπάθεια αποδόμησης του κράτους τόλμησε και μίλησε κάποιος κυβερνητικός. Να αποδομήσει τι, στ’ αλήθεια, ποιος; Μήπως έμεινε και τίποτα όρθιο; Εδώ το μόνο δομημένο που γνωρίσαμε είναι το περίφημο ομόλογο των κ. Αλογοσκούφη και Σια. Πυρκαγιές στα δάση, στις καλλιέργειες, στα σπίτια, παντού. Φωτιές στα μπατζάκια των υποψήφιων φοιτητών με τ’ αποτελέσματα των πανελληνίων ν’ ανακοινώνονται διαφορετικά ανά εβδομάδα. Κάπως σαν αναβαθμολόγηση γραπτών και υποψηφίων μού ακούγεται αυτό.
Και μέσα σ’ όλα οι εκλογές που πλησιάζουν αργά, βασανιστικά. Κι εγώ ο αφελής αναρωτιέμαι… Πόσο λογικό είναι αυτή την εποχή να ψηφίσει κανείς ένα κόμμα που σαν σύμβολό του έχει τον αναμμένο πυρσό; Άραγε θα στείλουμε στην Κίνα την Ολυμπιακή Φλόγα ή ένα μαυρισμένο δαυλό από τους τόσους που υπάρχουν στ’ αποκαΐδια της Ολυμπίας;

Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Βοήθεια!

Πυρκαγιές παντού. Φλόγες ανίκητες, μαυρίλα, αποκαΐδια, θάνατος.
Έλεος. Φτάνει πια. Τα δάκρυα στέγνωσαν, η ελπίδα τελειώνει, η οργή γιγαντώνεται. Η σιωπή δεν αρκεί. Είναι ανεύθυνοι, είναι ανίκανοι και γι’ αυτό επικίνδυνοι. Σ’ εμάς πέφτει το βάρος τώρα πια. Όλοι μαζί. Να ενώσουμε τις δυνάμεις μας πρέπει. Να φωνάξουμε, να απαιτήσουμε, να εκβιάσουμε αν χρειαστεί.
Ως εδώ! Τούτη η χώρα που γέννησε θεούς κι ανάδειξε πολιτισμούς δεν μπορεί να χαθεί έτσι. Δεν της πρέπει, δεν της πάει να παραδοθεί στην πυρά. Στάχτη τα ιερά, καπνός τα όσια αυτού του τόπου. Εικόνες εφιαλτικές, σκηνές αποκάλυψης, λέξεις αποδυναμωμένες που δεν μπορούν ν’ αποδώσουν στο ελάχιστο την τραγική πραγματικότητα.
Λόγια μπερδεμένα, αισθήματα σβησμένα, μυαλό θολωμένο. Είμαι μόνος κι αδύναμος. Όπως τα παιδιά που κάηκαν στην αγκαλιά της μάνας. Σαν τον εποχικό δασοπυροσβέστη που τον έριξαν χωρίς εξοπλισμό στην καρδιά της φωτιάς. Σταματήστε τους τώρα! Είμαι μόνος. Φοβάμαι! Βοήθεια!

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Ώρα εκλογών… ώρα Ζορμπά

Στον επόμενο τόνο ή ώρα θα είναι… ώρα εκλογών. Στον επόμενο τόνο ή ώρα θα είναι ώρα…ώρα Ζορμπά. «Οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους», δήλωνε με κάθε επισημότητα ο Πρωθυπουργός. «Στην ώρα τους», επαναλάμβαναν μονότονα οι υπουργοί του και τ’ άλλα μεγαλοστελέχη. Μέχρι που χτύπησε ο ιός Ζορμπά. Μέχρι που έγινε δηλαδή ορατός ο κίνδυνος να διαρρεύσει το περιβόητο πόρισμά του. Για τις 21 Αυγούστου είχε κληθεί σε ακρόαση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο πρώην Εισαγγελέας. Αυτό όμως δεν έπρεπε να γίνει γιατί γνώριζε πολλά. Σκαλίζοντας κάπου είχε φτάσει. Ερευνώντας μεθοδικά κι εξετάζοντας μάρτυρες κάπου είχε καταλήξει. Μπροστά στον κίνδυνο λοιπόν των αποκαλύψεων επιστρατεύτηκε η δικαιολογία της προώθησης των μεταρρυθμίσεων κι η αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας.
Ήταν και τα νομοσχέδια που είχαν κατατεθεί κι αν άνοιγε η Βουλή θα έπρεπε να ψηφιστούν, ήταν που υπήρχε ο κίνδυνος να σκάσει κάποιο καινούριο σκάνδαλο εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, ήταν που δεν συνέφερε την κυβέρνηση να έχουν χρόνο να οργανωθούν κατάλληλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κι αποφάσισε να πάμε σ’ εκλογές εξπρές. Εν τω άμα και το θάμα, που λένε. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Από την εξαγγελία, στην κάλπη. Στις παραλίες μάς έπιασαν με τα μαγιό και τις βερμούδες. Άτονη την ήθελε την προεκλογική περίοδο η κυβέρνηση και με το δίκιο της.
Ανανέωση της λαϊκής εντολής ζητά για να ολοκληρώσει, λέει, το έργο της. Την απογραφή, ας πούμε, τον βασικό μέτοχο, τον πολυμέτωπο αγώνα κατά της διαπλοκής. Επίσης την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας με την αύξηση του ΦΠΑ, με την όπως όπως επίλυση του ασφαλιστικού, τη λήψη αντιλαϊκών μέτρων, και μέσα στην αναμπουμπούλα να κουκουλώσουν τις ρεμούλες, τις μίζες, τους κουμπάρους, τα δομημένα και τα αδόμητα ομόλογα και τις βαλίτσες με τις υπόγειες διαδρομές.
«Μαζί για τη νέα διακυβέρνηση», λέει το σύνθημα της κυβερνητικής παράταξης. Με εισαγγελείς σε διατεταγμένη κομματική υπηρεσία αντί της προάσπισης του νόμου και της δικαιοσύνης. Με αρχηγούς ενόπλων δυνάμεων που εγκαταλείπουν την άμυνα της χώρας για μια εκλόγιμη θέση στο επικρατείας.
Τελικά δεν το γλίτωσαν. Το πόρισμα Ζορμπά έσκασε και ξεχύθηκε η βρωμιά κι απλώθηκε. Ζεστό χρήμα, σε βαλίτσες, κατέληξε, λέει, σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο κι ο νοών νοείτο. Κι είναι δικός τους ο κ. Ζορμπάς και δεν μπορούν να τον αμφισβητήσουν. Αυτοί τον είχαν τοποθετήσει στο Υπουργείο Άμυνας, οι ίδιοι και στην Ανεξάρτητη Αρχή για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος. Τα νομικά τερτίπια του κ. Κολιοκώστα ελάχιστα θα τους βοηθήσουν τελικά.

Πατσουλί και οποπάναξ για βουλευτές

Οδηγίες προς ναυτιλομένους ή αλλιώς μαθήματα επικοινωνίας προς υποψηφίους βουλευτές περιλαμβάνει το εγχειρίδιο που διανεμήθηκε στους υποψήφιους εθνοπατέρες. Το εγχειρίδιο αυτό που το έχει επιμεληθεί γνωστός συγγραφέας περιλαμβάνει αρκετά. Από το ύφος μιας ομιλίας μέχρι τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιεί ο επίδοξος βουλευτής. Απολαύστε κάποια παραδείγματα: «Το ύφος της ομιλίας πρέπει να είναι : καταπέλτης, καταιγιστικό, ήρεμο, σαρκαστικό». «Ανακαλύψτε τη δύναμη των λέξεων. Υπάρχουν αμέτρητες λέξεις για τα αρώματα: ήλεκτρο, πατσουλί, σάνταλο, περγαμόντο, ζαμπέτι, ζυθόχορτο, λυκίσκος, καστόριο, βενζόλη, οποπάναξ». Τέτοια και άλλα πολλά. Μόνο για καθρεφτάκια δεν αναφέρει πουθενά και για χάντρες που θα θαμπώσουν τους ιθαγενείς και θα τους ξεγελάσουν.

Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007

Μητσοτακισμός

Παρακολουθήσατε τη συνέντευξη του Επίτιμου; Αν ναι, τότε γνωρίζετε και την ερμηνεία του όρου. "Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλήθεια είναι ό,τι ονομάζει ο ίδιος αληθινό".

Πέμπτη, Αυγούστου 09, 2007

Δώσε μου κι εμένα, μπάρμπα!

Ό,τι μπορείς! Ό,τι προαιρείσαι! Έτσι κι αλλιώς τώρα που πήρες φόρα, λίγο παραπάνω, κάτι λιγότερο, δεν έχει και τόση σημασία νομίζω.
Σφίξαν οι ζέστες επικίνδυνα. Είναι κι αυτή η μαυρίλα κι η καταχνιά από τ’ αποκαΐδια που μας πλάκωσε κατακαλόκαιρο, ήρθε η ψυχή και πλάνταξε. Ούτε η μαζική έξοδος στις ακρογιαλιές μάς σώζει ούτε τα «όνειρα θερινής νυκτός» μας θεραπεύουν. Κάτι άλλο, πιο δυνατό, χρειαζόμαστε για να στανιάρουμε, οι εξαρτημένοι. Μην είν’ αυτό; Μην είναι τ’ άλλο; Τίποτα από τα δυο. Ψυχοθεραπεία χρειαζόμαστε ομαδική. Αυτό ’ναι όλο. Μόνο που η δόση πρέπει να ’ναι καλά προσεγμένη, εξαιρετικά ενισχυμένη, για να μας πιάσει.
Θέλεις αυξήσεις σε επιδόματα συνταξιούχων και τα αναδρομικά από τις αυξήσεις στις αποδοχές των δικαστικών; Πάρε! Θέλεις αύξηση της επιδότησης επιτοκίων των στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας αγροτών; Πάρε! Θέλεις αυξήσεις στους μισθούς και τα επιδόματα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων; Πάρε! Θέλεις χρηματοδότηση προγραμμάτων της Εκκλησίας από το Δ΄ Κ.Π.Σ.; Πάρε! Θέλεις χρηματοδότηση της ψηφιακής τηλεόρασης για άτομα με αναπηρία; Πάρε! Θέλεις να ιδρυθεί ταμείο για την ενίσχυση των φτωχών; Πάρε! Θέλεις χορήγηση επιδόματος στους τρίτεκνους; Πάρε! Θέλεις προγράμματα; Πάρε! Μυαλό θέλεις; Πάρε κι απ’ αυτό!
Πάρε, πάρε, πάρε! Πάρε, κόσμε! Τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα πουλάει τζάμπα! Άντε, τώρα που γυρίζει! Έλα, τώρα που κληρώνει! Τόση δόση αδύνατον να μην πιάσει. Τόση σαπίλα, τέτοια καφρίλα!
Τριάμισι χρόνια τώρα μας άλλαξαν τον … Ανανία. Από τα άδεια ταμεία που παράλαβαν μέχρι την περιβόητη απογραφή που μας οδήγησε στην επιτήρηση, τον βασικό μέτοχο και τον πόλεμο κατά της διαπλοκής που τώρα, μόνο σαν αστεία ακούγονται. Από την άγρια λιτότητα, τους νέους φόρους, την αύξηση του ΦΠΑ, μέχρι τις μίζες, τη ρεμούλα και το μεγάλο φαγοπότι. Από τους κουμπάρους μέχρι τα δομημένα ομόλογα. Από την πλασματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 25% που μας αναγκάζει να πληρώσουμε τα μαλλιοκέφαλά μας στα κοινοτικά ταμεία, μέχρι την υπό όρους άρση της επιτήρησης.
Όπου κι αν άγγιξε το χεράκι τους, σ’ όποιο τομέα κι αν πειραματίστηκαν, τ’ αποτελέσματα τα είδαμε. Κράτος παραλυμένο, υπηρεσίες διαλυμένες, λιωμένες κάτω από το βάρος της πιο σκληρής κομματικοποίησης. Τα πανεπιστήμια κλειστά, καθηγητές, φοιτητές και μαθητές στους δρόμους. Αναρχικοί και κουκουλοφόροι που τσαντίζονται, κηρύσσουν τον πόλεμο στην αστυνομία και τα κάνουν ρημαδιό. Για όλα φταίνε οι άλλοι, οι κακοί, αυτοί που κυβερνούσαν κάποτε. Κι από την άλλη, ούτε ένα έργο καινούριο. Πέτρα στην πέτρα δεν στήθηκε. Ούτε ένα νέο χιλιόμετρο. Προεκλογική κίνηση με εγκαίνια κλεμμένα. Φιέστες σε έργα παλιά. Κορδέλες που κόβονται ξανά και ξανά. Και λόγια μεγάλα. Χιλιοειπωμένα. Αναμασημένα.
Μεταρρυθμίσεις που έμειναν στα λόγια, εξαγγελίες «έπεα πτερόεντα» που πέταξαν και πάνε μαζί με τις ελπίδες, που αποδείχτηκαν φρούδες, ενός λαού πονεμένου. Που όμως τους δίνει, λέει, το προβάδισμα, την παράσταση νίκης, και θεωρεί τον αρχηγό τους «καταλληλότερο».
Ούτε μεταξύ τους δεν κατάφεραν να τα βρουν. Έριδες, ανταγωνισμοί, αποχωρήσεις, εξαναγκασμοί σε παραίτηση. Και τώρα, την ύστατη ώρα της κρίσεως, «πάρτα όλα», μας λένε. Κάθε μέρα και μια καινούρια παροχή, κάθε ώρα κι ένα νέο νομοσχέδιο, που όμως δεν πρόκειται να υλοποιηθεί η πρώτη ούτε να ψηφισθεί το δεύτερο. Το έργο το ’χουμε ξαναδεί. Κάπου εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε!

Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

Συγχαρητήρια!

Συγχωρήστε με, κύριε της Δημόσιας Τάξης Υπουργέ, που δεν μπορώ να σας συγχαρώ:
για τις πυρκαγιές που μαίνονται ακόμη απ’ άκρη σ’ άκρη
για την έπαρση, την αλαζονεία της εξουσίας, την κομματικοποίηση που διέλυσε την Πυροσβεστική και μετέτρεψε τη χώρα σε «Γη του Πυρός»
για τα δάση που έγιναν παρελθόν, τα καμένα σπίτια, τις επιχειρήσεις που καταστράφηκαν κι εξακολουθούν να καταστρέφονται
για την απόγνωση στην οποία οδηγήσατε ένα ολόκληρο λαό
για τους ανθρώπους και τα ζώα που κάηκαν, τα νεκρά παλικάρια-πυροσβέστες, τους πιλότους που έπεσαν στην εκτέλεση του καθήκοντος, τραγικά θύματα ενός παραλογισμού.
Συγχωρήστε με που δεν μπορώ να σας συγχαρώ επειδή μετατρέψατε την Ελλάδα σ’ αποκαΐδια, μαύρη κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Η αυτοβαθμολόγηση, και μάλιστα με άριστα, και τα θερμά συγχαρητήρια που ισχυρίζεστε πως δέχεστε είναι τόσο καυτά όσο κι οι ανίκητες πύρινες φλόγες που κατακαίουν τα πάντα μέρα και νύχτα.
Συγχωρήστε με που δεν μπορώ να σας συγχαρώ για την επιμονή σας σ’ αυτή τη θέση που μόνο θλίψη κι αγανάκτηση προκαλεί. Τα παραπέρα λόγια είναι περιττά, γι’ αυτό σιωπώ.

Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007

Στον κόσμο του παράλογου

«Δημοκρατία είναι η διαδικασία εκείνη με την οποία οι άνθρωποι εκλέγουν ελεύθερα αυτόν που θα του ρίξουν το φταίξιμο», είπε ο Λόρενς Πίτερ. Κι ενώ το γνωρίζουν οι πάντες αυτό, πολλοί σπεύδουν και συνωστίζονται κι αγωνιούν κι αγωνίζονται για να εκλεγούν. Για να γίνουν οι μελλοντικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι, αυτοί στους οποίους θα φορτώσουμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας, αυτοί που θα εισπράξουν πρώτοι τον λίθο του αναθέματος.
Άτυπη προεκλογική περίοδος κι εμβρόντητος ο ανυποψίαστος λαός παρακολουθεί τις βίαιες πολιτικές διεργασίες. Αυτές που έχουν ξεφύγει κι έχουν πάρει τη μορφή κανιβαλισμού. Ανθρωποθυσίες κι ανθρωποφαγίες υποψηφίων στον βωμό ενός πολιτικού περιβάλλοντος που σάπισε και μυρίζει. Όλα στη δημιουργία εντυπώσεων, κάθε μέσον για την επικράτηση όχι του πιο ικανού αλλά αυτού που θα προλάβει να σπιλώσει πρώτος. «Εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός», μας μάθαιναν προκειμένου να δικαιολογήσουν τις παράλογες κι ακατανόητες εντολές των ανωτέρων. Μια ελαφριά παραλλαγή του παραπάνω νομίζω πως απεικονίζει πλήρως τη σημερινή πραγματικότητα. «Εκεί που τελειώνει η ηθική αρχίζει η πολιτική», θα μπορούμε να βροντοφωνάζουμε από δω κι ύστερα και να είμαστε κι υπερήφανοι γι’ αυτό. Εκεί φτάσαμε. Δεν αρκεί δυστυχώς σήμερα να είσαι έντιμος και ηθικός. Πρέπει να είσαι και τυχερός και να μην κατηγορηθείς για οτιδήποτε γιατί μετά, «εν τω άδη ουκ έστιν μετάνοια», που λένε κι οι παπάδες. Δεν πα να τρέχεις στα δικαστήρια. Άχρηστες θα σου είναι οι αθωωτικές αποφάσεις, άχρηστες κι οι καταδικαστικές των συκοφαντών. Πάει και τελείωσες επειδή έτσι θέλει το σύστημα το σαθρό, αυτό που μας έχουν επιβάλλει από φόβο μήπως και τους θίξουν οι άλλοι, οι άσπιλοι! Αυτοί που το ψεύδος, τη συκοφαντία, τη μίζα και τη ρεμούλα την ασκούν «κατά συρροήν και κατ’ επάγγελμα». Αλήθεια εκείνοι οι κουμπάροι τι απέγιναν; Τα λεφτά των ταμείων; Κανένα ομόλογο «δομημένο», βρε παιδιά;
Νέοι καιροί, νέα ήθη. Ακούστε δάσκαλοι να τα διδάσκετε στους μαθητές, να γαλουχήσετε μια καινούρια γενιά προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα. Ηθικός κι άρα κατάλληλος για υποψήφιος δεν είναι αυτός που έχει κριθεί από τα δικαστήρια σαν τέτοιος, αλλά αυτός που δεν έχει κατηγορηθεί. Δεν είναι αυτός που πηγαίνει μπροστά, συγκρούεται, προκαλεί, δημιουργεί συμπάθειες κι αντιπάθειες αλλά ο άλλος. Αυτός που περνά απαρατήρητος, που αλλάζει χρώματα κάθε φορά και προσαρμόζεται στο περιβάλλον, που δεν τον υπολογίζει ο αντίπαλος και κατά συνέπεια δεν κατασκευάζει κατηγορίες ψεύτικες εναντίον του, όπως είναι η ακριβής ερμηνεία της συκοφαντίας. Ψεύτικη, κατασκευασμένη κατηγορία. Κι άντε κι είχες την τύχη και σου συνέβη αυτό. Τι θα πρέπει να κάνεις, θα καταφύγεις στα δικαστήρια ζητώντας να λάμψει η αλήθεια που όμως εσένα δεν πρόκειται να σε αποκαταστήσει ή θα καλέσεις τον συκοφάντη σε μονομαχία; Εκεί φτάσαμε; Εκεί θέλουν να μας γυρίσουν; Πιθανόν. Άλλωστε ζούμε στην Ελλάδα, τη χώρα που τους επιφανείς και τους ήρωες τη μια τους στεφάνωνε και την άλλη τους πετούσε σκουπίδια άχρηστα στα Τάρταρα. Για παρακολουθείστε λίγο, σας παρακαλώ, το τέλος αρκετών τέτοιων «ανδρών επιφανών» από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα:
Πυθαγόρας πέθανε σε ηλικία 80 ετών στην εξορία. Μιλτιάδης πέθανε σε ηλικία 65 ετών στην εξορία. Αριστείδης, ναι ο δίκαιος, σε ηλικία 72 ετών στην εξορία από πείνα. Θεμιστοκλής σε ηλικία 66 ετών στην εξορία. Αισχύλος, ο μεγάλος τραγωδός, σε ηλικία 69 ετών στην εξορία. Περικλής, σε ηλικία 66 ετών στη φυλακή. Φειδίας σε ηλικία 66 ετών στη φυλακή. Αναξαγόρας, σε ηλικία 72 ετών στην εξορία. Ηρόδοτος σε ηλικία 69 ετών στην εξορία. Ικτίνος στην εξορία. Σοφοκλής, 74 ετών στην εξορία. Ευριπίδης 74 ετών στην εξορία. Αλκιβιάδης 48 ετών στην εξορία. Σωκράτης 71 ετών, τον πότισαν κώνειο. Θουκιδίδης 64 ετών στην εξορία. Αριστοφάνης 61 ετών στην εξορία. Πλάτων 80 ετών στην εξορία. Ισοκράτης 99 ετών στην εξορία. Δημοσθένης 62 ετών δηλητηριάστηκε.
Αιτία για όλα αυτά ο φθόνος κι η αχαριστία. Το «κάθισε εσύ στην άκρη ν’ αναλάβω εγώ που τα ξέρω όλα, που είμαι καλύτερος από σένα». Το «κάνε με εμένα πρωθυπουργό για 24 ώρες και θα δεις» που μας κατατρέχει. Και για να μη μου αντιτείνει κάποιος πως αυτά είναι παραμύθια και πού τα θυμήθηκα τώρα, σας υπενθυμίζω μερικά πιο πρόσφατα παρμένα από τη σύγχρονη ιστορία μας. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέθανε στην εξορία και δεν επετράπη στο πλοίο που μετέφερε τη σωρό του να προσεγγίσει το λιμάνι του Πειραιά. Ο Κων/νος Καραμανλής έμεινε αυτοεξόριστος για 11 χρόνια στο Παρίσι και τέλος ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε προχωρημένη ηλικία και άρρωστος, συκοφαντήθηκε και σύρθηκε στα δικαστήρια. Αυτά νομίζω πως αρκούν.