Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2009

Μια εξήγηση

Γεια σας! Χαθήκαμε τελευταία. Πέρασαν μέρες αρκετές, τι μέρες, μήνες πέρασαν, από τότε που έχουμε να επικοινωνήσουμε. Εξαιτίας μου, φυσικά. Βέβαια, έχω και εγώ τα δίκια μου. Μια οι αναδουλειές, μια που φράγκα δεν υπάρχουν, πού διάθεση για άρθρα και σχολιασμούς. Αλλά αυτά τα ξεπερνούμε συνήθως με ένα «την υγειά μας να ’χουμε» και πάμε παρακάτω.

Είχα ωστόσο και άλλες ασχολίες περισσότερο ευχάριστες. Πρώτα πρώτα το μυθιστόρημα που με βασάνιζε καιρό, τελειώνει επιτέλους. Και ύστερα, η συνεργασία μου με τον εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη. Τα βιβλία μου «Όπως τ’ όνειρο», «Η Αδελφότης των Στεναγμών» και το ανέκδοτο «Ψυχαρίδα», άρεσαν, κατά τα φαινόμενα, στους αναγνώστες και πριν από κάποιες μέρες, στις 18 Νοέμβρη συγκεκριμένα, υπόγραψα συμβόλαιο με τον γνωστό οίκο. Αυτά σαν οφειλόμενη εξήγηση για την απουσία μου.


Επεισόδια

Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό, δυστυχώς. Κι ας πονά. Κι ας με καίει. Πάει ένας χρόνος από τότε που ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, έπεφτε νεκρό από τη σφαίρα ενός Ράμπο. Σοκαρίστηκε το πανελλήνιο. Και πόνεσε και έκλαψε και εξαγριώθηκε. Και στον χρόνο απάνω δεν το ξέχασε. Ουδείς. Ούτε οι συμμαθητές του, ούτε οι συνομίληκοί του, ούτε οι μεγαλύτεροι. Που είχαν κάθε δικαίωμα να το τιμήσουν. Να συγκεντρωθούν. Να βροντοφωνάξουν «όχι άλλη βία πια». Όχι άλλοι νεκροί. Αυτός ο τόπος τους χρειάζεται τους νέους. Τους έχει ανάγκη. Και κάτι ακόμα. Έχει δικαίωμα να τιμά τους νεκρούς του. Να ζητά επιτακτικά τα αυτονόητα, να μάχεται γι’ αυτά. Ειρηνικά όμως. Μέσα στα πλαίσια της λογικής και της δημοκρατίας, που για να στεριώσει έχει ποτιστεί με πολύ αίμα.

Έχει υποχρέωση όμως αυτή τη δημοκρατία να την προστατεύσει και να τη διαφυλάξει. Από τους μισαλλόδοξους, τους καιροσκόπους, τους υποκινούμενους. Τους ταραξίες κάθε μορφής και είδους. Από αυτούς που δεν έχουν μάθει να σέβονται ούτε τον εαυτό τους. Που το μόνο που γνωρίζουν καλά είναι να σπούνε, να καίνε, να καταστρέφουν, να λεηλατούν. Μαγαζιά, τράπεζες, πανεπιστήμια, κρατική περιουσία. Έλεος πια!

Χτες πάλι κατέλαβαν την Πρυτανεία. Και τη Νομική και το Πολυτεχνείο. Έστειλαν στην εντατική τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, έκαψαν τη σημαία. Αιδώς! Αν τη γνωρίζουν τη λέξη. Αν ξέρουν τι σημαίνει. Ας μπει ένα τέλος επιτέλους. Με όλους αυτούς που επιμένουν να υποστηρίζουν πως έχουμε πόλεμο και εσωτερική κατοχή. Και πως οι αστυνομικοί δεν είναι οι ταγμένοι να προστατεύουν τον πολίτη και την τάξη, αλλά οι εσωτερικοί εχθροί που πρέπει να εξοντωθούν.


Νεοδημοκρατικά

Εδώ τι να πεις, που σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Και όμως, το χτύπησαν. Ξεκίνησε η Ντόρα με τον αέρα του νικητή, χίλιες υπογραφές μάζεψε στο άψε σβήσε, και νόμισε πως θα καταλάβει εξ εφόδου τα χειμερινά ανάκτορα. Αλλά η αλαζονεία και η μεγάλη σιγουριά είναι σύμβουλοι κακοί. Συμφώνησε με την τροποποίηση του καταστατικού, πήγε στη βάση κι απόμεινε να βλέπει την πλάτη του Σαμαρά. Γιατί άραγε; Γιατί δεν έλαβε υπόψη της την οργή του Νεοδημοκράτη που τον αλάλιασαν τόσα χρόνια. Γιατί δεν διαχώρισε έγκαιρα τη θέση της από την προηγούμενη κυβέρνηση. Γιατί κατηγορήθηκε πως στην αγκάλη της βρήκαν καταφύγιο όλα τα μπουμπούκια που εξέθρεψε η περασμένη εξαετία. Γιατί, γιατί ο οργισμένος Νεοδημοκράτης απλά ζητά εξιλαστήρια θύματα ακόμη. Μπορεί να μας πλήγωσε σαν Κρητικούς το αποτέλεσμα, αλλά δυστυχώς δεν αλλάζει.

Μετεκλογικά

Μήνες έχουμε να τα πούμε. Πριν από τις εκλογές τις 4 Οκτώβρη. Και από τότε έγινε… και τι δεν έγινε! Καταρχάς, χάσαμε τη Νέα Δημοκρατία, στοπ. Και την πρωθυπουργάρα μας, τον Κώστα Καραμανλή, τον καταλληλότερο, καλέ! Τον αρχιερέα της κάθαρσης, όπως είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του και εντός του Κοινοβουλίου, μάλιστα. Αυτόν που θα κυβερνούσε σεμνά και ταπεινά, επειδή έφερε το θείο χάρισμα και είχε το ηθικό πλεονέκτημα. Αυτόν που την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια όταν αντιλήφθηκε πως δεν πάει άλλο.

Στη μέση της κοινοβουλευτικής περιόδου προκήρυξε εκλογές για να τις χάσει και να γλιτώσει. Μια κι έξω, όπως λέει. Και τώρα, στον άφθονο χρόνο που θα έχει, θα βλέπει με την ησυχία του όσα dvd τραβάει η ψυχή του, θα παρακολουθεί την ομάδα του, θα πίνει τα ουζάκια του. Όχι θα κάτσει να σκάσει! Έδωσε όμως και μια ευκαιρία στον κάθε πικραμένο να χαρεί. Που έριξε μαύρο και το φχαριστήθηκε η ψυχούλα του. Γιατί οι δέκα μονάδες και πάνω, διαφορά, δεν είναι και λίγο, εδώ που τα λέμε.

Και ήλθε ο Γιώργος στα πράγματα. Έτσι όπως το ακούσατε. Γ ι ώ ρ γ ο ς. Και αυτά τα Γιωργάκη που ξέρατε μέχρι χθες, να τα ξεχάσετε. Γιατί ο άνθρωπος έδειξε πως και σχέδιο έχει, και πυγμή διαθέτει, και θέληση να κάνει πέντε πράγματα μαζεμένα. Εντάξει. Του ήρθαν λίγο βολικές οι συγκυρίες. Είχαν αλαλιάσει το πόπολο τα σκάνδαλα, τα ομόλογα, οι κουμπάροι, τα Βατοπέδια, πήρε ανάποδες και άντε φέρτο βόλτα μετά. Σου λέει, τελευταία ευκαιρία το ΠΑΣΟΚ κι αν μας δουλέψει και αυτό, εδώ είμαστε πάλι. Το ένα ήταν αυτό. Το δεύτερο οι αμυδρές ελπίδες που έδωσε στον λαό, τον παραζαλισμένο από την αναδουλειά, την ανέχεια, την κοροϊδία και την κακομοιριά. Βέβαια, παρέλαβε διαλυμένο το κράτος και τα ταμεία αδειανά.

Όμως, φύσηξε φρέσκος αέρας στο Μαξίμου, έφυγε η μπόχα, διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη η καμαρίλα. Με την πρώτη έκοψε τον βήχα σε όσους ονειρευόντουσαν τιμές και μεγαλεία. Πάνε οι νοοτροπίες οι παλιές. Και οι παράγοντες και οι κομματάνθρωποι. Και ας βρυχάται και ας απειλεί το βαθύ ΠΑΣΟΚ. Τέρμα οι λιμουζίνες με την πρώτη, χιλιοτετρακοσάρι κι αν σ’ αρέσει, τέρμα οι σπατάλες, τέρμα κι οι ρεμούλες. Διαφάνεια παντού επαγγέλλεται, ΑΣΕΠ και των γονέων, δίκαιη φορολόγηση, πραγματικό πόθεν έσχες.

Έχει προβλήματα πολλά να αντιμετωπίσει. Βουνά ολόκληρα. Και γκρίνιες και απογοητεύσεις. Όμως το στίγμα και η ενέργεια που εκπέμπει αυτή η κυβέρνηση δεν παύουν να είναι στοιχεία πέρα για πέρα θετικά. Αγωνιά ο παραζορισμένος λαός. Βιάζεται και με το δίκιο του. Όμως από την άλλη, πρέπει να κάνει υπομονή, γιατί η νέα κυβέρνηση από τη μια δεν διαθέτει κανένα μαγικό ραβδί και από την άλλη έχει να αντιμετωπίσει του κόσμου τις αντιδράσεις. Εδώ, με το καλημέρα, της την έπεσε το ΚΚΕ, τόσο στο Υπουργείο Εργασίας, όσο και στο Λιμάνι του Πειραιά. Και στον Περισσό η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια. Έτσι ακριβώς. Δεν θα κάνει αντιπολίτευση, λέει, ούτε θα προτείνει λύσεις, αλλά πόλεμο. Γιατί πάει η Νέα Δημοκρατία, μας τελείωσε, κέρδισε το ΠΑΣΟΚ και έχασε τη βολή της. Και από κοντά η Ενωμένη Ευρώπη. Αλμούνια και Τρισέ που τρώνε τα λυσακά τους. Πεντέμισι χρόνια, λέει, τους κοροϊδεύαμε και αυτοί δεν σηκώνουν τέτοια και τα λοιπά και τα λοιπά. Πήγε ο Γιώργος να δώσει ένα βοήθημα στους ασθενέστερους και αυτό χωρίς κόστος για τον δημόσιο κορβανά, από την έκτακτη εισφορά βγήκε, και πέσανε πάνω του να τον φάνε. Είναι να μην τους πεις τώρα, Αλογοσκούφης, καλή του ώρα, που σας χρειάζεται!

Βέβαια, εξήντα μέρες και κάτι, και πρόλαβε να έχει κι αυτός τις αστοχίες του. Άμα μοιράσουν αρμοδιότητες οι Υπουργοί με τους Υφυπουργούς, να μου τηλεγραφήσεις. Αμ, το άλλο; Για Γενικούς Γραμματείς ξεκίνησε, ξέρεις τώρα, μέσω ίντερνετ και τέτοια, κι έπεσε τέτοιο μπέρδεμα, που όρεξη να έχεις να γελάς. Άντε, συντρόφια, και καλά ’νιάμηνα, που λένε.



Σάββατο, Σεπτεμβρίου 26, 2009

Καλό το παραμύθι, δεν λέω, αλλά…

Πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτούς. Μια κι έξω. Οριστικά και αμετάκλητα. Γιατί όσο περισσότερο μένουν στην εξουσία, τόσο βαθαίνει η κρίση και ζημιώνεται ο τόπος. Αυτή την εποχή ζούμε το απόλυτο παράλογο σε όλο του το μεγαλείο. Το απόλυτο όμως. Ο Πρωθυπουργός, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, προκήρυξε εκλογές για το καλό του τόπου. Ενήργησε, λέει, με γνώμονα το γενικό συμφέρον. Κι από το σημείο αυτό και μετά, άρχισε το χοντρό δούλεμα και το παραμύθι δεν λέει να πάρει τέλος. Βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση, υποστηρίζει. Η οικονομία είναι υπό κατάρρευση και πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Μόνο που δεν μας λέει ποιος ευθύνεται γι’ αυτό. Ποιος κυβερνούσε τη χώρα τα τελευταία πεντέμιση χρόνια και ποιος, με πράξεις ή παραλείψεις, την οδήγησε σε αυτό το χάλι. Ποιος εκτίναξε στα ύψη το δημόσιο χρέος και ποιος δημιούργησε τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα που έγιναν θηλιά και απειλούν να μας πνίξουν.

Πρέπει να παγώσουν για δυο χρόνια οι μισθοί και οι συντάξεις, είπε, και μόλις ο Παπανδρέου υποσχέθηκε αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό, άρχισε να τα γυρίζει και να υποστηρίζει πως οι εξαγγελίες αυτές είναι χωρίς αντίκρισμα, γιατί ο πληθωρισμός βρίσκεται σε επίπεδα κάτω του ένα τοις εκατό και άρα οι αυξήσεις θα είναι μηδαμινές. Αλλά αφού είναι έτσι και πρόκειται για ψίχουλα, γιατί να θέλει άραγε να τα στερήσει από τον φτωχό και αδύνατο μισθοσυντήρητο; Δεν λέω. Καλό το παραμύθι, αλλά πρέπει να τελειώνουμε, γιατί και τα καλαμπούρια και τα ευτράπελα κάποτε πρέπει να παίρνουν τέλος.

Υποσχέθηκε πως θα παγώσει τις προσλήψεις γιατί δεν αντέχει άλλο το Δημόσιο και τα Ταμεία. Και πριν περάσουν λίγες ημέρες βγήκε στη φόρα η ιστορία με τα περιβόητα stages, χάρις στα οποία προχώρησαν σε χιλιάδες ρουσφετολογικές προσλήψεις φτηνής και ανασφάλιστης εργασίας. Θέλετε και άλλο παράδειγμα; Στον πιο ευαίσθητο τομέα, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, διόρισαν εκατό, ναι καλά ακούσατε, 100 υπαλλήλους για να χειριστούν, υποτίθεται, τους ειδικούς λογαριασμούς. Μόνο που τέτοιο αντικείμενο δεν υπάρχει σύμφωνα με τον αρμόδιο Διευθυντή. Οι κυβερνώντες όμως επέμεναν, όπως και ο Διευθυντής. Πώς το έλεγε εκείνη η πετυχημένη διαφήμιση; «Δεν έχω αυτοκίνητο, καρντιά μου» ε, κάτι τέτοιο. Η παράνοια σε όλο της το μεγαλείο.

Προχθές ακόμη, στο debate των δύο υποψήφιων πρωθυπουργών, κατηγόρησε τον Παπανδρέου πως και αυτός, με την υπογραφή του, είχε συμβάλει στον αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων. Μόνο που παρέλειψε να πει πως επρόκειτο για την Κοινότητα της Ανθούσας και πως τη σχετική τροπολογία την είχε υποστηρίξει και το κόμμα του τότε. Είπε και άλλα πολλά ψέματα, ειπωμένα με τον φυσικότερο τρόπο, σε σημείο που να αναρωτιέται ο μέσος πολίτης αν τα πιστεύει αυτά που λέει. Τα ψέματα όμως κάποτε τελειώνουν. Η αλήθεια είναι μία και μοναδική. Δεν προκήρυξε εκλογές για το καλό του τόπου, ούτε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας. Η κυβέρνηση αυτή κατέρρευσε κάτω από το βάρος των σκανδάλων και των ανομιών της. Πήγε σε εκλογές γιατί απλούστατα δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Διέθετε μόλις 151 βουλευτές και ανάμεσά τους υπήρχαν οι λεγόμενοι Βατοπεδινοί, ο Παυλίδης και πρωταγωνιστές σκανδάλων κάθε μορφής και είδους και γιατί οδήγησε τη χώρα σε μια πρωτοφανή κρίση. Πολιτική, ηθική, κοινωνική. Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Τα υπόλοιπα, περί υπευθυνότητας και τα λοιπά, είναι παραμύθια της Χαλιμάς.

Θα αναρωτηθείτε τώρα και ο άλλος, ο Παπανδρέου, πώς θα τα βγάλει πέρα; Μήπως μιλά αόριστα και γενικά; Υπάρχουν λύσεις μαγικές; Κανείς δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο. Δείχνει ωστόσο αποφασισμένος να βάλει τάξη σε αυτό το μπάχαλο και προπάντων δίνει μια, κάποιας μορφής, ελπίδα στον λαό. Γι’ αυτό και μόνο αξίζει να στηριχθεί. Να του δοθεί η δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, μήπως και δούμε κάποτε Θεού πρόσωπο. Να ξαναπάρει μπροστά, έστω στοιχειωδώς, η αγορά, βρε παιδιά, να κινηθεί κάτι τέλος πάντων. Φτάσαμε στο μη περαιτέρω. Ο μέσος Έλληνας ένιωσε στο πετσί του τι σημαίνει Καραμανλής και κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και δεν θα διακινδυνεύσει μια επανεκλογή του. Κι ας επιμένει. Κι ας μιλά για το έργο που δήθεν έχει κάνει.

Στο ίδιο μοτίβο και οι τοπικοί υποψήφιοί του που επιμένουν πως πρόκειται για ένα έργο τεράστιο που σε καμιά άλλη εποχή δεν έγινε κάτι αντίστοιχο. Αλλά φαίνεται πως τους διαφεύγει το γεγονός πως ο νομός μας είναι μικρός, ένα τσιγάρο δρόμος που έλεγαν οι παλιοί, για να πας από τη μια άκρη στην άλλη. Και αυτός ο νομός είναι ρημαγμένος και εγκαταλειμμένος. Αποκλεισμένος από στεριά, θάλασσα και αέρα. Με τους πάντες, αγρότες, εργαζόμενους και επαγγελματίες σε απόγνωση. Με τον τουρισμό σε κρίση. Και όσο για το έργο που έκαναν, αρκεί η πινακίδα που έστησαν στο Νοσοκομείο για να το καταδείξει. Γι’ αυτό πρέπει και η μεθαυριανή μας ψήφος να είναι πραγματική, σε αντιδιαστολή με την εικονική πραγματικότητα που μας παρουσιάζουν. Χρειαζόμαστε ανθρώπους νέους, δυναμικούς, με όρεξη για δουλειά. Που θα προσπαθήσουν να μας βγάλουν από το τέλμα. Και κάτι άλλο. Όσο πλησιάζει η ώρα της κρίσεως, τόσο πληθαίνουν οι φήμες για γραμμές που δίνονται ένθεν κακείθεν.

Για ρυθμιστές και παράγοντες που με την παρέμβασή τους μπορούν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και να επιβάλουν τους εκλεκτούς τους. Δεν λέω. Καλό το καλαμπουράκι, γελάσαμε, πάμε παρακάτω. Αφού ακόμη κι εγώ ο αφελής θέλω να πιστεύω πως ο λαός έχει ξυπνήσει. Πως αυτή τη φορά θα πάει να ψηφίσει με βάση τα συμφέροντά του και όχι καθοδηγούμενος και συρόμενος. Γιατί θέλω να πιστεύω πως η εποχή που τους πολίτες τούς θεωρούσαν «βούγια» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Είπαμε. Καλό το παραμύθι, δεν λέω, αλλά κάπου εδώ ήρθαμε.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 07, 2009

Τίτλοι τέλους

Η αυλαία έπεσε και όλος ο θίασος βγήκε επί σκηνής. Μόνο που αντί για χειροκρότημα κυριαρχεί παγωμάρα στο ακροατήριο. Και κατήφεια. Και προβληματισμός. Γιατί αυτή η κυβέρνηση αναγκάστηκε, κάτω από το βάρος των σκανδάλων και των αδιεξόδων που η ίδια δημιούργησε, να κατεβάσει άρον άρον το έργο και να γράψει μόνη της τη λέξη ΤΕΛΟΣ. Αναμφισβήτητα το θέαμα που παρουσιάζεται σήμερα είναι θλιβερό, με υπουργούς να διαφωνούν δημόσια, βουλευτές να παραιτούνται και άλλους πάλι να εγκαταλείπουν πανικόβλητοι τη μάχη, προτού αυτή αρχίσει καν.

Πάνε σε εκλογές, λοιπόν! Γρήγορα γρήγορα και μάνι μάνι, μπας και μπορέσουν να διασώσουν κάτι. Αλήθεια, τι; Την εξουσία που όνειρο ήταν και πάει, ή τη χαμένη αυτοπεποίθηση πασπαλισμένη με μπόλικη αλαζονεία;

Παρακολουθήσαμε τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και την αγωνιώδη προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Μονίμως απορών και μόνιμα τα πάντα αγνοών εμφανίστηκε, ως συνήθως. Ισχυρίστηκε πως του ξέφυγε το ένα, πως υποτίμησε το άλλο, άλλωστε άνθρωπος είναι κι αυτός και πού να τα προλάβει όλα, και ζήτησε την κατανόησή μας. Αλλά τώρα έμαθε, λέει. Και πείσμωσε και θύμωσε. Και θα δώσει τη μάχη όπως αυτός ξέρει και θα αγωνιστεί όσο ποτέ, γιατί τον πονά αυτόν τον τόπο. Και γιατί «έχει τάξει εαυτόν εις την υπηρεσίαν του έθνους», όπως θα έλεγαν σε παλαιότερα χρόνια. Προσπάθησε να το παίξει ειλικρινής, να φαίνονται πειστικά τα λόγια του, αλλά τον πρόδωσε το ύφος και η ένταση της φωνής του. Ο ένοχος είναι αυτός που φωνασκεί, που χειρονομεί, που θέλει να παρουσιάζεται αδικημένος και παραξηγημένος. Αλλά ο ίδιος αυτή τη στάση κράτησε. Εν πάση περιπτώσει, σε κάποιες στιγμές ήταν ανθρώπινος, ειδικά όταν έκανε την αυτοκριτική του και όταν τα έβαλε με τους υπουργούς του.

Αντιμετωπίζει προβλήματα η οικονομία, είπε. Και πρέπει να γίνουν εκλογές γιατί έτσι επιτάσσει το εθνικό συμφέρον. Για να μπορέσει η νέα κυβέρνηση, με ανανεωμένη τη λαϊκή εντολή, να τα αντιμετωπίσει. Μόνο που σε αυτό το σημείο έβαλε την παλιά κασέτα. Αυτήν του καλοκαιριού του 2007 που πάλι προσέφυγε πρόωρα στις κάλπες για την αντιμετώπιση των ίδιων προβλημάτων. Της οικονομίας πάλι. Και βέβαια τότε κέρδισε τις εκλογές, αλλά δεν έκανε τίποτα, ή μάλλον, αντί να τη φτιάξει, την ξεχαρβάλωσε εντελώς. Τώρα όμως, κατά τους ισχυρισμούς του, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εντάξει, του πήρε δυο χρόνια, αλλά την ανακάλυψε την αιτία και έχει το φάρμακο έτοιμο. Οι μισθωτοί τού φταίνε και οι συνταξιούχοι. Και μόλις τους παγώσει τον μισθό για δυο τρία χρόνια, μόλις τους περικόψει υπερωρίες και επιδόματα, όλα θα φτιάξουν ως διά μαγείας.

Α, ρε κακόμοιρε Έλληνα, πόσο σε υποτιμούν και πόσο σε δουλεύουν χοντρά! Πολύ χοντρά όμως! Γιατί δεν είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι υπεύθυνοι για την οικονομική κρίση. Δεν έκαναν αυτοί την απογραφή, ούτε τους πειραματισμούς του Αλογοσκούφη, ούτε βέβαια ψήφισαν αυτοί τον βασικό μέτοχο του αλήστου μνήμης Ρουσόπουλου. Δεν διαχειρίστηκαν με τρόπο ληστρικό τα δημόσια οικονομικά. Δεν τοποθέτησαν σε τοξικά ομόλογα τα αποθεματικά των ταμείων. Δεν είχαν καμιά σχέση με κουμπάρους, Ινδούς και αναψυκτήρια, με άγονες γραμμές και Βατοπέδια. Δεν ήταν αυτοί που βούτηξαν βαθιά τα δάχτυλά τους στο μέλι. Δεν ήταν αυτοί που κυβερνούσαν σχεδόν έξι χρόνια, ούτε αυτοί που αποκαλούσαν υποτιμητικά Κασσάνδρες όσους επέμεναν να τους επισημαίνουν πως σίγουρα δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά αυτοί, κόντρα σε κάθε λογική, εξακολουθούσαν να αρμενίζουν στραβά. Διαβεβαίωναν μάλιστα όλα αυτά τα χρόνια, με φανατισμό νεοφώτιστου, πως η οικονομία μας είναι ισχυρή και πέρα για πέρα θωρακισμένη απέναντι στη διεθνή κρίση. Πως έχει αντοχές και πως αρκούσε η «ήπια προσαρμογή» και πως όλα τα υπόλοιπα τα έλεγαν οι κακοί για μικροκομματικές σκοπιμότητες. Τώρα τι έγινε εντελώς στα ξαφνικά και άλλαξαν τροπάριο; Έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους; Εξωράιζαν τα πράγματα όσο τους έπαιρνε και τώρα διαπίστωσαν πως δεν πάει άλλο; Είτε το ένα συμβαίνει είτε το άλλο. Ας βγουν ωστόσο να το παραδεχτούν. Ας ζητήσουν συγγνώμη από αυτούς που τους πίστεψαν πρώτα και μετά βλέπουμε.

Τώρα ο «καταλληλότερος», με ύφος μετανοούσας Μαγδαληνής, μας υπόσχεται πως θα ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο. Θυσίες ζητά, πόνο και αίμα ευαγγελίζεται, έχοντας στοχοποιήσει και τα υποψήφια θύματα που δεν είναι άλλα από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Τους μόνους εύκολους. Αυτούς που καλούνται να σηκώσουν για μια ακόμη φορά τον Σταυρό του μαρτυρίου. Δεν ακούσαμε όμως να αρθρώνει λέξη για την κακοδιαχείριση, για το σπάταλο κράτος, για τη χλιδή των ολίγων και για τις στρατιές των εκλεκτών που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα. Για τους διοικητές, τους προέδρους, τα άπειρα διοικητικά συμβούλια, τα golden boys, τους συμβούλους, τους ειδικούς συνεργάτες και τους υπόλοιπους παρατρεχάμενους. Για τους δεκάδες χιλιάδες κρατικοδίαιτους που έχουν στην αποκλειστική τους διάθεση κρατική λιμουζίνα, με οδηγό παρακαλώ, για τις μετακινήσεις τους, είτε για υπηρεσιακές πρόκειται είτε για καθαρά προσωπικές. Παρέλειψε επίσης να μιλήσει για την Ελλάδα που, επί των ημερών του, μεταβλήθηκε σε κράτος-παρία της Διεθνούς Σκηνής. Για τα εθνικά θέματα που καταφέραμε να μη γινόμαστε κατανοητοί πλέον και βέβαια να μην έχουμε συμπαράσταση από πουθενά. Για την εξαθλιωμένη ύπαιθρο, την αγορά που άφησε ασύδοτη στο έλεος των κερδοσκόπων και την πηγμένη στον καπνό και το αποκαΐδι Ελλάδα. Τα ξέχασε όλα αυτά;

Αναμφίβολα το κράτος εκπέμπει SOS. Ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται υπό διάλυση και η οικονομία σε κίνδυνο. Σοβαρό όμως. Σοβαρότατο. Τι πρέπει να γίνει; Να τους διώξει αμέσως ο λαός καταψηφίζοντάς τους και να αναθέσει σε άλλους, περισσότερο ικανούς, τη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι κι αλλιώς μόνοι τους κατέβασαν το έργο στη μέση της σαιζόν, δηλώνοντας αδυναμία, και εισέπραξαν χλεύη αντί για χειροκρότημα.

Η Νέα Δημοκρατία φεύγει, το ΠΑΣΟΚ έρχεται! Αυτή τη στιγμή, όπως έχει διαμορφωθεί το πολιτικό σύστημα, είναι το μόνο που μπορεί να πατήσει φρένο στον κατήφορο και να αρχίσει την επιχείρηση για την ανόρθωση της χώρας. Όμως η ευθύνη του είναι μεγάλη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επειδή παίζει μόνο του στο γήπεδο και αποτελεί την ύστατη ελπίδα. Το παρήγορο είναι πως ο Παπανδρέου δείχνει να έχει κατανοήσει πλήρως το δύσκολο έργο που θα κληθεί να αναλάβει. Κρατά χαμηλούς τόνους και μιλά για συνετή διακυβέρνηση με ευρύτερες συμμαχίες και συγκλίσεις. Το μέλλον θα δείξει αν θα τα καταφέρει και σε ποιο βαθμό. Αλλά τώρα, έτσι κι αλλιώς, είναι η μοναδική λύση.

Τα υπόλοιπα κόμματα, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, μόνο δευτερεύοντα ρόλο μπορούν να παίξουν. Ο Καρατζαφέρης, παρά το ότι βλέπει να ανοίγεται μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρό, δεν μπορεί να προσφέρει και πολλά γιατί το κόμμα του, καλώς ή κακώς, χαρακτηρίζεται ακραίο και είναι πάνω απ’ όλα ξενοφοβικό. Το ΚΚΕ έτσι κι αλλιώς στον κόσμο του βρίσκεται, περιχαρακωμένο στον Περισσό και αποστασιοποιημένο από τους πάντες και τα πάντα. Δηλώνει πως δεν το ενδιαφέρουν οι συμμαχικές κυβερνήσεις ούτε άλλου είδους συνεργασίες, πολύ περισσότερο δε, δεν ασχολείται με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γιατί φαίνεται πως έχει άλλα θέματα, σπουδαιότερα, να ασχοληθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι είναι από μόνος του μια πονεμένη ιστορία. Εκεί υπάρχουν επίδοξοι αρχηγοί πολλοί, είναι κι οι ψηφοφόροι λίγοι, πού να βρεθεί λύση; Τελικά αποφάσισαν, λέει, να πάνε στις εκλογές με 11 αρχηγούς. Άντε, παιδιά, και καλά κρασιά μέρες τρυγητού που είναι!



ΥΓ. Μόλις πληροφορήθηκα τη δήλωση Αλαβάνου πως δεν θα είναι τελικά υποψήφιος. Τι σκληροί που γίνονται καμιά φορά αυτοί οι μέντορες! Πρώτα έριξε τον άμαθο Τσίπρα στα βαθιά, τάραξε σαν άλλος Ποσειδώνας τα νερά και μετά τον άφησε στα μανιασμένα κύματα να τον χτυπούν ανελέητα στα βράχια.

Τρίτη, Ιουλίου 28, 2009

Προεδρολογία

Για παραβίαση του Συντάγματος κατηγόρησαν το ΠΑΣΟΚ δυο έγκριτοι συνταγματολόγοι, ο Δημήτρης Τσάτσος και ο Γεώργιος Κασιμάτης. Και αφενός δεν έπεισαν, αφετέρου έγιναν αιτία να δημιουργηθούν ένα σωρό ερωτηματικά, τόσο για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους, όσο και για τη σκοπιμότητα της «γνωμοδότησής» τους. Τι υποστήριξαν με δυο λόγια οι κορυφαίοι συνταγματολόγοι; Ότι, λέει, το ΠΑΣΟΚ με τη στάση του, με το να μη συναινεί, δηλαδή, στην επανεκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, αλλά να ζητά επιτακτικά εκλογές, παραβιάζει το Σύνταγμα. Λες και υπάρχει κάποιος τρόπος, κάποιος μηχανισμός έστω, που να μπορεί να εξαναγκάσει ένα κόμμα να λάβει μέρος στην Προεδροεκλογή ή να το πειθαναγκάσει να υποκύψει σε κάτι που δεν πιστεύει, δεν επιθυμεί, ή δεν το συμφέρει στο κάτω κάτω.

Αντί ωστόσο η γνωμοδότηση αυτή να τεθεί στη βάσανο της λογικής πρώτα και της επιστήμης έπειτα, η κυβέρνηση και σύμπασα, πλην ΠΑΣΟΚ, η αντιπολίτευση έσπευσαν να την υιοθετήσουν. Και το ερώτημα που γεννάται είναι, γιατί; Μα επειδή συμφέρει την κυβέρνηση. Και οι άλλοι, τα λεγόμενα μικρά κόμματα, γιατί την αποδέχτηκαν; Μα και πάλι επειδή τα συμφέρει. Ο ΛΑΟΣ του κ.Καρατζαφέρη με την τακτική της κριτικής στήριξης της κυβέρνησης διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην Γαλάζια Πολυκατοικία. Το ΚΚΕ που, έτσι κι αλλιώς, έχει επιλέξει να πετά πέτρες κατά πάντων και εκ του ασφαλούς, έκρινε πως σ’ αυτή τη φάση δεν το συμφέρουν οι εκλογές και στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα των εκλογών, γίνεται της κακομοίρας, για να μη χρησιμοποιήσω άλλο όρο και παρεξηγηθώ. Έσπευσαν μάλιστα σύμπαντες να τονίσουν την πολιτική συγγένεια των συνταγματολόγων με το ΠΑΣΟΚ και στο στόμα τους γιγαντώθηκε το επιχείρημα «αφού τα λένε αυτά οι δικοί σας, εμείς τι άλλο να πούμε;» Κάτι σαν το «Τι χρειαζόμαστε τους μάρτυρες», που φώναζε ο όχλος τότε που απαιτούσε τη Σταύρωση του Ιησού. Μόνο που, νομίζω, πως τους ξέφυγε κάτι.

Είναι ΠΑΣΟΚ οι συνταγματολόγοι;

Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Ο μεν Δημήτρης Τσάτσος, γιος του «αποστάτη» βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Θεμ. Τσάτσου και γαμπρός του «κατεψυγμένου» Πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, ουδεμία σχέση είχε με το ΠΑΣΟΚ. Η αναφορά βέβαια στον πατέρα και τον πεθερό του κ.Τσάτσου μόνο ιστορική σημασία έχει. Ο ίδιος πάντως μετά την πτώση της δικτατορίας, πολιτεύτηκε αρχικά με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάλυσή της, μαζί με τη «δική» μας Βιργινία Τσουδερού. Στη συνέχεια είχε συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα που δεν είχαν ευτυχή κατάληξη ώσπου αποφάσισε να ιδιωτεύσει. Κάπου εκεί, στα 1994, ήρθε απρόσμενη η πρόσκληση από τον Ανδρέα Παπανδρέου που του ζητούσε να τεθεί επικεφαλής του Ευρωψηφοδελτίου. «Πρόεδρε, δεν ασχολούμαι με την πολιτική», φέρεται πως ήταν η πρώτη του αντίδραση, για να εισπράξει την απάντηση Παπανδρέου «δεν σε θέλω για πολιτική. Για να βοηθήσεις στην κατάρτιση του Ευρωσυντάγματος σε θέλω».

Τελικά ο κ. Τσάτσος δέχτηκε και έμεινε ευρωβουλευτής μέχρι το 2004, οπότε δεν συμπεριλήφθηκε στη λίστα. Αυτό θεωρώ πως είναι το κρίσιμο ζήτημα. Κράτησε μούτρα ο κ. καθηγητής στο ΠΑΣΟΚ και στην πρώτη ευκαιρία του την άναψε. Γιατί αν ήθελε πραγματικά να παρέμβει σαν συνταγματολόγος και μόνο, η τωρινή κυβέρνηση έδωσε άφθονες αφορμές, με τις αποχωρήσεις από τη Βουλή, τις αλχημείες στις ψηφοφορίες και το πρόωρο κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τα σκάνδαλα.

Ο κ. Κασιμάτης, πάλι, ήταν νομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι το 1987, οπότε και αποχώρησε για «προσωπικούς λόγους». Αυτό που δεν επισημάνθηκε ωστόσο από κανέναν είναι πως τον συναντούμε μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, όπου και κατέθεσε στις 26 Αυγούστου του 1991. Αυτά για τους δύο κορυφαίους συνταγματολόγους και τη σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ.

Στην πορεία βέβαια, αρκετοί καθηγητές με τοποθετήσεις τους κατέρριψαν τα επιχειρήματα των κ.κ.Τσάτσου και Κασιμάτη κι έμεινε ο θόρυβος και μόνη η κυβέρνηση που επιμένει.

Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη

Όλοι θυμόμαστε αυτό το άκρως επιτυχημένο σύνθημα. Θυμόμαστε επίσης πως ο λαός τότε δεν «τσίμπησε», κατά το κοινώς λεγόμενο, και μετέτρεψε τον κ. Μητσοτάκη από Πρωθυπουργό σε Επίτιμο. Να όμως που η ιστορία επαναλαμβάνεται, έστω και σαν φάρσα. Φαίνεται πως η φορομπηχτική φαρέτρα της κυβέρνησης έχει πολλά βέλη ακόμη. Πρώτα έδωσε κίνητρα για την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων κι ύστερα τα χαράτσωσε χωρίς έλεος. Τώρα πάλι εξαγγέλλει απόσυρση των παλαιών αυτοκινήτων και, δίκην τιμωρίας, εκτοξεύει στα ύψη τα τέλη κυκλοφορίας όσων αυτοκινήτων δεν αποσυρθούν. Και βέβαια με τα τόσα χάλια, με τόση λαϊκή κατακραυγή και πρόσφατη την ήττα, δεν θέλει εκλογές. Γι’ αυτό κάνει κόλπα. Γι’ αυτό αποδέχεται «ασμένως» τοποθετήσεις που την συμφέρουν. Γιατί τρέμει την ώρα της κρίσεως και θέλει να τη μεταθέσει. Σκέφτεται πως αφού θα το πιει που θα το πιει το πικρό ποτήρι, ας είναι όσο πιο αργά γίνεται.

Αλλά οι κύριοι συνταγματολόγοι παρέλειψαν στις τοποθετήσεις τους να μας λύσουν μια απορία. Ο Σεπτέμβριος είναι κοντά. Πάρα πολύ κοντά μάλιστα. Όσο μια θερινή νύχτα με τα περιβόητα όνειρα, ή όσο μερικές βουτιές στη θάλασσα. Και τότε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα ανοίξει η Βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινήσει πάλι το νομοθετικό της έργο. Πώς θα το κάνει αυτό; Μπορεί; Που διαθέτει μόνο 151 βουλευτές και σ’ αυτούς αθροίζονται ο κ.Παυλίδης, οι λεγόμενοι βατοπεδινοί και δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άλλοι; Έχει αυτή η κυβέρνηση την ηθική νομιμοποίηση και το ηθικό δικαίωμα να κυβερνά; Σίγουρα, όχι. Γι’ αυτό και τη μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στον τόπο είναι η προσφυγή στις κάλπες. Να βγει «στις αυλές και στα μπαλκόνια» να υποστηρίξει το έργο της και αν ο ελληνικός λαός την επιλέξει ξανά, ας κυβερνήσει. Αν πάλι όχι, ας αδειάζει τη γωνιά πριν μας βρει καμιά μεγαλύτερη συμφορά.

Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2009

Όφου, κοπέλι μου!


Απαρηγόρητη ήταν η μικρομάνα. Το αρχικό τρέμουλο στο κάτω αχείλι και στη φωνή έγινε ανεξέλεγκτο, το βούρκωμα δάκρυα ποταμός, και οι λυγμοί κανονικό μοιρολόι, με μόνιμη κατάληξη το «όφου, κοπέλι μου, σκεπαρνοφονεμένο μου».

Τίποτα δεν προϊδέαζε γι’ αυτή την τραγική κατάληξη. Μια συνηθισμένη μέρα, όπως όλες τις άλλες ήταν η σημερινή. Από νωρίς, αξημέρωτα ακόμη, είχε σηκωθεί. Να σιάξει τον καφέ του άντρα της, του δουλευτή, και να τον ξεπροβοδίσει. Να κουβαλήσει νερό από το Πίσω Πηγάδι, δυο ώρες έφαγε για να φέρει τρεις λαήνες όλες κι όλες, να σκουπίσει και να συγυρίσει το σπίτι. Να τινάξει σεντόνια και πατανίες και να τα αερίσει. Να μαγειρέψει κι ύστερα να βάλει αλουσά στη μεγάλη λεκανίδα και ν’ αφήσει τα βρώμικα ασπρόρουχα μέσα, να μουλιάσουν καλά, για να φύγει πιο εύκολα η λέρα που ’χε κολλήσει πάνω τους και τα ’χε κάνει κατάμαυρα.

Ατέλειωτες ήταν οι δουλειές την κάθε ημέρα, σε σημείο που να αναρωτιέται «άραγες, πού βρίσκονται τόσες;» Ούτε να τις προγραμματίσει δεν προλάβαινε καλά καλά, αφού προτού τελειώσει τη μια, άλλες δέκα έπρεπε να γίνουν. Κι όλη την ώρα να τη διακόπτει και το κλάμα του μωρού που τη μια πεινούσε και την άλλη γκρίνιαζε γιατί ’τανε χεσμένο. Αλλά τότε η Μαριγώ τα παρατούσε όλα στη μέση κι έτρεχε να το παρηγορήσει σιγοτραγουδώντας. Τον καμάρωνε τον μοναχογιό της, τον κανακάρη της. Μόλις που είχε κλείσει τους πέντε μήνες κι έμπαινε στους έξι. Ζωηρό παιδί, γερό, ροδομάγουλο, με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, προγούλια, αθιάρμηστά του, κι οι κοιλιές του και τα μπουτάκια του σχημάτιζαν δίπλες από το πάχος. Και να δεις που μόλις είχε αρχίσει, ο μπερμπάτης, να της κάνει χαρές και κόλπα με τα χεράκια του.

Λίγη ώρα να της έμενε λεύτερη μ’ αυτόν ασχολιόταν. Τον έπαιζε, τον παίνευε κι η καρδιά της άνοιγε διάπλατα ωσάν την παπαρούνα. Το ίδιο έκανε και τούτο τ’ απόγευμα. Τον άλλαξε, τον έπλυνε, του ’βαλε ανθόνερο στα μαλλάκια για να μοσχομυρίζει, τον πήρε αγκαλιά κι ολόχαρη τον απόθεσε στο ντιβάνι, στην παραστιά δίπλα. Όλη η κούραση της μέρας, εκείνη την ώρα τής βγήκε. Ευτυχώς που από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η μάνα της να της κρατήσει λίγη συντροφιά, να βράσουν έναν καφέ και να τα πούνε λιγάκι σαν άνθρωποι. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι νερό, ήπιε λαίμαργα δυο τρεις γουλιές κι ένιωσε ανακουφιστική τη δροσιά του να την πλημμυρίζει. Και ξάφνου, η ματιά της έπεσε στον τοίχο πάνω από το μωρό κι απόμεινε. Εκεί, από μια μπρόκα, είχε κρεμασμένο ο άντρας της το σκεπάρνι. Η κακή ιδέα δεν άργησε να της μπει και μάργωσε το κορμί της στη στιγμή. «Κι ανέ πέσει το σκεπάρνι; Θαρρείς πως θέλει πολύ να γενεί το κακό; Πριν να προλάβεις να το καλοσκεφτείς, νάτο! Κατακούτελα θα το βρει, το χρυσό μου, και θα τ’ αφήσει στον τόπο».

Το τρέμουλο ξεκίνησε από τα κατάβαθα της ψυχής της και πολύ γρήγορα κατέληξε σε θρήνο. Η μάνα της, που μπήκε εκείνη την ώρα στο σπίτι, τη βρήκε να μαδιέται και να μοιρολογάται «Όοοοφου, Παναγία μου, το κοπέλι μου. Παιδιιί μου, σκεπαρνοφονεμένο μου!»

«Ίντα ’χεις, μωρή, και γκούζιεσαι;» έκανε ξετρουμισμένη η γριά κι επλησίασε το μωρό που κόντευε να σκάσει στο κλάμα από την τρομάρα του.

«Το σκεπάρνι», εξακολουθούσε να φωνάζει, εκτός εαυτού, η Μαριγώ.

«Ίντα ’χει, μωρή, το σκεπάρνι;»

«Να πέσει, θέλει, και θα μου το σκοτώσει. Όοοφου, το κοπέλι μου!»

Ψύχραιμη η γριά τής έδωσε μια μούτζα, της πέταξε κι ένα «άδικο να μη σου λάχει, τροζή» κι ύστερα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. «Μωρή παλαβή», συνέχισε, «και γιάντα δεν έβαλες πιο πέρα το μωρό γή δεν εξεκρέμας, μπάρε μου, το σκεπάρνι;»

«Έεεε;»

«Έξις και ξερή, κακομοίρα, κι έσπασές μου τη χολή».

Σίγουρα την ξέρετε την ιστορία. Εγώ πάντως θυμάμαι τις γιαγιάδες μου που την έλεγαν και την ξανάλεγαν με την πρώτη ευκαιρία, ερμηνεύοντάς την ανάλογα με την περίσταση. Όταν ήθελαν να στηλιτεύσουν την απρονοησία κατά πρώτο και κύριο, αλλά επέμεναν και στην άλλη ερμηνεία, αυτή που θέλει τον άνθρωπο να ενεργεί ψύχραιμα και, εν πάση περιπτώσει, να μην πανικοβάλλεται για πράγματα που μπορούν να προληφθούν ή τουλάχιστον δεν έχουν συμβεί ακόμη.

Αυτή η ιστορία μού έρχεται και μου ξανάρχεται στο μυαλό, μέρες τώρα, που κοντεύουν να μας τρελάνουν κανάλια κι εφημερίδες με την νέα γρίπη. Και να, τα πρωτοσέλιδα! Και να, οι εκφωνητές με πομπώδες και δραματικό ύφος! «Θα αρρωστήσει ο μισός πληθυσμός, δεν θα χωράνε τα νοσοκομεία, οι εντατικές δεν επαρκούν, θα υπάρξει πανικός, θα…, θα…, θα….» Από το Υπουργείο Υγείας και τον πολυπράγμονα κ. Αβραμόπουλο ξεκίνησε η όλη ιστορία κι από κει μεγεθύνθηκε. Γιατί τον βόλευε, τον κύριο, πολιτικά. Εκεί που ήταν στριμωγμένος στη γωνία με τα χάλια του ΕΣΥ, τις οφειλές των νοσοκομείων και την κατάντια των ασφαλιστικών ταμείων, τα κατάφερε και άλλαξε την ατζέντα. Η αλήθεια είναι πως το πάλεψε το πράγμα.

Ποιος δεν θυμάται την αγωνία του μέχρι να επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας; Και μόλις αυτό συνέβη, άρχισε το πανηγύρι. Κάθε μέρα ανακοινώσεις, δηλώσεις για το θεαθήναι κάθε μέρα, ενημερώσεις, επισκέψεις. Μέχρι σε Πρόεδρο Δημοκρατίας και Αρχιεπίσκοπο έφτασε η χάρη του, γιατί είδε να ανοίγεται μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρό. Κι ας κινδυνεύει να πάθει τεράστια ζημιά η χώρα και ιδιαίτερα η μαστιζόμενη οικονομία και ο χειμαζόμενος τουρισμός. Ήδη, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εισπράξαμε μέχρι στιγμής μια ταξιδιωτική οδηγία από τη Ρωσία, με αποτέλεσμα να τραβά τα μαλλιά του ο Υπουργός Τουρισμού. Κι ύστερα; Μήπως νοιάστηκε ο Υπουργός Υγείας κι άλλαξε ρότα; Μήπως συγκινήθηκε; Σιγά! Το πολύ πολύ να σκέφτηκε «ωχ, καημένε μου, κι εσύ! Τη δουλειά μας να κάνουμε και γαία πυρί μυχθήτω». Έτσι είναι;

Θα με ρωτήσεις τώρα κι εσύ, τι έπρεπε να γίνει δηλαδή; Να μη ληφθούν μέτρα; Να μην ενημερωθεί ο πληθυσμός; Να μας στείλουν αδιάβαστους ήθελες; Και, βέβαια, όχι. Έπρεπε να γίνει, ωστόσο, υπεύθυνα και σοβαρά. Και πρόληψη και ενημέρωση και επαγρύπνηση. Στο κάτω της γραφής εδώ δεν έχουμε, ευτυχώς, νεκρούς ακόμη, όπως σε άλλες χώρες, που πάντως αντιμετωπίζουν ψύχραιμα την κατάσταση. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Εδώ το κράτος της πλάκας ζει και βασιλεύει. Και βέβαια έφεραν την καταστροφή τρομοκρατώντας τον κόσμο χωρίς λόγο και αιτία.


Παρασκευή, Ιουλίου 17, 2009

Δημοσκοπήσεις

Πρόσφατα ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις δεκαπέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Αυτό βέβαια ίσχυε και παλιά, αλλά η κυβέρνηση, που πάντα έδινε μεγάλη σημασία σ’ αυτές, και όλες της οι αποφάσεις, στην ουσία, απ’ αυτές εξαρτιόντουσαν, αποφάσισε να αλλάξει τον σχετικό νόμο και να επιτρέπει τη διενέργειά τους μέχρι την παραμονή των εκλογών. Γιατί το έκανε; Για περισσότερη διαφάνεια όπως ισχυριζόταν; Σωπάτε, καλέ! Απλά ήλπιζε πως κάτι θα άλλαζε την τελευταία στιγμή -λέγε με Siemens- και με όπλο τις δημοσκοπήσεις που θα λειτουργούσαν πολλαπλασιαστικά, θα έπαιρνε κεφάλι ή τουλάχιστον θα μείωνε τη διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ. Έλα όμως που τα πράγματα γύρισαν ανάποδα, το πουλάκι, ο Χριστοφοράκος, πέταξε και η πανικόβλητη κυβέρνηση άρχισε το παιδομάζωμα φυλακίζοντας τη σύζυγο και τα παιδιά ενός άλλου κατηγορουμένου που πρόλαβε και την κοπάνησε κι αυτός! Ε, τι να σου κάνουν κι οι δημοσκοπήσεις, πήραν την ανιούσα κι άντε να τις μαζεύεις μετά. Κι ύστερα ήρθαν τα exit polls που έδιναν διαφορά 6 και 7 μονάδες στο ΠΑΣΟΚ και γέλασε ο κάθε πικραμένος.

Ειπώθηκαν πολλά και γράφτηκαν άλλα τόσα για τον ρόλο των δημοσκοπήσεων και για το πώς επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Από εργαλείο μέτρησης, δηλαδή, και αποτύπωσης της κοινής γνώμης τη συγκεκριμένη στιγμή, έφτασαν να θεωρούνται μέσον χειραγώγησης, λες και φταίνε οι δημοσκόποι για τ’ αποτελέσματα των ερευνών τους. Λες και δεν φταίνε αυτοί που απαντούν που, ειδικά στις Ευρωεκλογές, ακόμη και αν είχαν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία, δεν το δήλωναν από ντροπή και το αποτέλεσμα βγήκε άλλα αντ’ άλλων.

Η επόμενη μέρα των εκλογών βρήκε το πολιτικό σύστημα βαριά τραυματισμένο και την ανυπόληπτη κυβέρνηση ηττημένη, βυθισμένη στον βόρβορο των σκανδάλων της, των λαθών και των παραλείψεών της, να προσπαθεί να ερμηνεύσει το μήνυμα της κάλπης. Μόνο που για άλλη μια φορά το ερμήνευσε λάθος και την πλήρωσαν άσχετοι : οι μετανάστες και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Στα πλαίσια αυτά είδαμε συλλήψεις, διωγμούς και κατεδαφίσεις παραπηγμάτων οn camera. Όχι, δεν έκλεισαν τις εταιρείες δημοσκοπήσεων ούτε απέλασαν τους δημοσκόπους. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Απλά επανέφεραν το παλαιό καθεστώς. Πώς λέμε, φταίει ο γάιδαρος, βαράμε το σαμάρι; Έτσι ακριβώς. Μόνο που τα αίτια είναι αλλού.

Είναι στο 9,4% της (επίσημης) ανεργίας που στερεί τη δουλειά σε πάνω από 500.000 άτομα. Είναι στη θερινή φοροκαταιγίδα με την έκτακτη εισφορά, το ΕΤΑΚ και τους ημιυπαίθριους. Είναι στην ανασφάλεια που αισθάνεται ο έμπορος, ο βιοτέχνης, ο επαγγελματίας και ο μισθωτός ακόμη, γιατί βλέπει το μέλλον του αβέβαιο και θολό. Είναι στη διαφθορά που έχει διαβρώσει όλα τα επίπεδα και έχει φτάσει μέχρι τα υπουργικά γραφεία. Όχι πως είναι η πρώτη φορά, αλλά όπως και να το κάνουμε, είναι θλιβερό ν’ ακούς τα μέλη του συνδικάτου του εγκλήματος (Βλαστούς και τέτοια) ανάμεσα σε Βρωμού, Γιγαντάκες και Τζιτζικούλες να αναφέρονται στις μεταξύ τους συνομιλίες σε ονόματα σωφρονιστικών υπαλλήλων, διευθυντών φυλακών και, άκουσον άκουσον, μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Κι ύστερα μας φταίνε οι δημοσκοπήσεις!

Κι ύστερα μας φταίει ο Διοικητής της ΕΥΠ που τον άλλαξαν άρον άρον. Καλά, κι αυτός ο χριστιανός δεν ήξερε, δεν ρώταγε; Έτσι αφήνουν τις κασέτες να κυκλοφορούν; Με τα ονόματα φάτσα φόρα; Κι ύστερα παραπονιέται γιατί τον απέπεμψε ο Υπουργός, ο κ.Παυλόπουλος. Μα, κύριε Διοικητά, κ. Κοραντή μου, είναι δυνατόν να βγαίνετε και να δηλώνετε πως «εγώ δεν κάνω κοπτοραπτική» στις συνομιλίες και μετά ν’ αναρωτιέστε γιατί σας έδιωξαν; Γιατί απλά βρήκαν άλλον που μπορεί να κάνει και κοπτοραπτική και αποσιώπηση, άμα χρειαστεί, και παραπλάνηση και ό,τι άλλο απαιτηθεί, τέλος πάντων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αξιοπρέπεια και το κύρος των κυβερνώντων. Πάντως, καλού κακού, μη μιλάς, μη γελάς, μην κινείσαι, γιατί σε βλέπουν και σ’ ακούνε. Τώρα και με νόμο πια αφού η Βουλή ψήφισε το νομοσχέδιο για τις κάμερες.

Και μέσα στον γενικό χαμό βγαίνει το Υπουργείο Υγείας και ανακοινώνει μέρα-μέρα την ύπαρξη νέων κρουσμάτων της γρίπης των χοίρων. Προβολή χρειάζεται ο Υπουργός γιατί ’ναι οι μέρες πονηρές και παίζονται πολλά αυτή την περίοδο. Από τον αγώνα για επιβίωση -λέγε με επανεκλογή- μέχρι την επικείμενη μάχη των επιγόνων στην μετά Καραμανλή εποχή. Μόνο που πες πες καταφέραμε να γίνουμε μέρος του προβλήματος. Σαν χώρα όπου η νέα γρίπη παρουσιάζει έξαρση καταγραφήκαμε και εισπράξαμε μια ταξιδιωτική οδηγία από τη Ρωσία, τη μόνη χώρα στην οποία προσβλέπει η μαστιζόμενη τουριστική βιομηχανία. Μάλιστα, κύριοι. Το καταφέραμε κι αυτό. Και τρέχει τώρα ο Υπουργός Τουρισμού να δει πώς θα τα μπαλώσει.

Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2009

Ένα πονεμένο μήνυμα

Κοντεύει μήνας από τις Ευρωεκλογές. Αυτές, ντε, που έφεραν τα πάνω κάτω και το περιβόητο μήνυμά τους ακόμη ψάχνεται. Ακόμη δηλαδή προσπαθεί να βρει τον αποδέκτη, αλλά πού; Χτυπά την πόρτα των κομμάτων, μισοανοίγει αυτή, «πήραμε, πήραμε», τ’ απαντούν και του βροντούν το εξώφυλλο κατάμουτρα. Της κακομοίρας γίνεται. Χαμός! Θα μου πεις, τέτοιο που είναι κι αυτό, καλά να πάθει! Ακούς εκεί να έχει τη δύναμη να φτύσει κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς το μισό σχεδόν του πληθυσμού και να ’χει την απαίτηση μετά και το θράσος (ο πληθυσμός) να θέλει να το καταλάβουν και να υποδεχτούν το μήνυμά του μετά φανών και λαμπάδων. Αμ, δε! Γίνονται τέτοια πράγματα; Και βέβαια δεν γίνονται. Έτσι κι αυτό, έρημο και πονεμένο, τριγυρνά αμήχανο και προβληματισμένο. Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό είναι πως είναι γεγονός υπαρκτό. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΕΣΤΑΛΗ. Τώρα το ότι επέλεξαν οι παραλήπτες την τακτική της στρουθοκαμήλου, να χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο δηλαδή, και να ερμηνεύουν το αποτέλεσμα κατά το δοκούν, είναι δικαίωμά τους. Αλλά θα πρέπει να βρουν και τους χάνους που θα το χάψουν. Γιατί όπως και να το κάνουμε τώρα, το άνυδρο καλοκαίρι, είναι κομμάτι δύσκολο στο κουτόχορτο να ευδοκιμήσει.

Ακούς εκεί! Αμέσως μετά την ήττα ανακάλυψαν στην κυβέρνηση τα αίτια. Δεν φταίει, λέει, που τα ’καναν όλα ρημαδιό, δεν φταίνε οι ρεμούλες, οι απάτες, οι κομπίνες, οι κουμπάροι, τα Βατοπέδια, η κακοδιαχείριση, οι φόροι, η λεηλασία των ταμείων, οι άγονες γραμμές, σε συνδυασμό με την ανεργία, την ανασφάλεια και την ανέχεια, οι μετανάστες τούς φταίνε. Και βέβαια είναι πρόβλημα οι λαθρομετανάστευση. Τεράστιο. Που χρήζει ιδιαίτερης μελέτης και αποφασιστικής αντιμετώπισης. Από το σημείο αυτό όμως, μέχρι τις ξενοφοβικές κορώνες του Καρατζαφέρη (που όμως τσίμπησε ένα 7 και κάτι %) που υιοθέτησαν και τις επιχειρήσεις «σκούπα» μπροστά στις κάμερες για εντυπωσιασμό, πόρω απέχει. Α, είναι κι οι κουκούλες που τις θυμήθηκαν ξαφνικά μέσα στο κατακαλόκαιρο κι είπαν να τις πατάξουν. Λες και το έγκλημα δεν είναι η βία, οι φωτιές, οι καταστροφές των καταστημάτων, οι λεηλασίες, η κατάλυση του κράτους, εν ολίγοις, αλλά οι κουκούλες. Για να καταλάβω δηλαδή, η κουκούλα μάς καίει ή που πρέπει να προστατέψουμε τη ζωή, την τιμή, την αξιοπρέπεια και την περιουσία, τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα, δηλαδή, δικαιώματα του πολίτη.

Εδώ, μπροστά μπροστά, στα χείλη να κρέμεται, έτοιμο το έχουν το επιχείρημα. Αυτοί που απείχαν, λέει, ήταν δικοί τους. Δεν πήγαν να ψηφίσουν γιατί ήταν θυμωμένοι, μούτρα τούς κρατούσαν, αλλά δεν εγκατέλειψαν τον χώρο και θα επιστρέψουν στο μαντρί στις εθνικές εκλογές. Και για να μην ξεχνιόμαστε, συνέχισαν τα ίδια και μας πλάκωσαν καλοκαιριάτικα στους φόρους. Η βενζίνη έχει σειρά τώρα, τα κινητά, τα αυτοκίνητα, τα σκάφη κι οι ημιυπαίθριοι που έχουν το ζουμί. Κι ο προγραμματισμός ίδιος κι απαράλλαχτος. Ανύπαρκτος όπως πάντα. Όπου μας πάει κι όπου βγει. Γι’ αυτό και στις πρώτες πυρκαγιές βρεθήκαμε απροετοίμαστοι πάλι. Γιατί περίμεναν … βροχές και δεν φρόντισαν για ελικόπτερα. Αυτούς που απείχαν όμως τους περιμένουν να επιστρέψουν. Κούνια που τους κούναγε!

Στην αριστερά πάλι, εκεί να δεις γλέντια, σύντροφε Γρηγοράκη, που μου έκανες την τιμή να ασχοληθείς με το άρθρο μου. Και βέβαια δεν έχω σκοπό να αντιδικήσω μαζί σου. Συμφωνώ μ’ αυτά που γράφεις και επαυξάνω. Νικητές είναι. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται κι αφού αυτοί είναι ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα, εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Μόνο που κάποια ερωτήματα, όσο νάναι, μου γεννιούνται. Αλήθεια, τι μπορεί να συμβαίνει όταν σε χαλαιπούς καιρούς ένα κόμμα που δήθεν υπερασπίζεται τον εργάτη, τον αδύναμο, τον κατατρεγμένο, αντί να κερδίζει οπαδούς χάνει; Δεν μπορεί. Δύο τινά συμβαίνουν. Ή ο αγώνας του είναι ατελέσφορος κι η επικοινωνία του με τον λαό προβληματική, ή μας πήραν χαμπάρι, κατά το κοινώς λεγόμενο. Η Νέα Δημοκρατία κυβερνά πέντε χρόνια τώρα, αν δεν κάνω λάθος, κι όχι το ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι η υπεύθυνη για την κατάντια μας κι αυτήν οφείλουμε να πολεμήσουμε. Κι όμως, περιέργως πώς, στου ΚΚΕ τα χείλη βρίσκεται μόνιμα η ίδια καραμέλα. ΠΑΣΟΚ πρώτα και Νέα Δημοκρατία μετά, προσφέροντάς της στήριξη επί της ουσίας και δίδοντας το δικαίωμα να το χαρακτηρίζουν άδικα (;) σαν τον αριστερό ψάλτη της κυβέρνησης.

Τέτοια και τόση εμμονή, συγχώρησέ με, αλλά μου δημιουργεί υποψίες. Τα ίδια και τα ίδια, το ίδιο παραμύθι καθημερινά κι ας τα βγάζει όλο και πιο δύσκολα ο μεροκαματιάρης κι ας ψάχνει εναγώνια από κάπου να πιαστεί. Ένα τοσοδά όραμα, μια σταλίτσα ελπίδα, ζητάει, αλλά πού; Γιατί εκεί, στον Περισσό, έχουν άλλα προβλήματα. Πώς να αποκαταστήσουν τον Στάλιν, για παράδειγμα, νοιάζονται, πώς να σωρεύσουν πλούτο στα ταμεία του κόμματος, αρνούμενοι κάθε έλεγχο, και να τον διοχετεύσουν, αλήθεια, πού; Στους αναξιοπαθούντες μήπως ή στις ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις; Κι ακόμη πώς να πληρώσουν τα ελάχιστα στους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους, αφού κάνουν τάχα μου κομματική δουλειά, την ώρα που για τους άλλους εργαζόμενους διεκδικούν υπερβολικές αυξήσεις. Αυτά και άλλα πολλά δεν είναι δυνατόν σήμερα να περάσουν απαρατήρητα. Όλο και κάποιος, ο Πάγκαλος, ας πούμε, θα βρεθεί να τα επισημάνει, άγαρμπα πιθανώς, ή κάποιος δημοσιογράφος στα debate. Απάντηση χρειάζονται πειστική και όχι εκνευρισμούς και κραυγές περί αντικομμουνισμού και τα τοιαύτα, που εντέλει δεν φοβίζουν πια ούτε και στιγματίζουν όπως παλιά. Εκτός κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους μόνους αλάθητους και άρα υπεράνω πάσης κριτικής. Είναι όμως;

Στον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα πήραν, δυστυχώς, μια πιο δραματική τροπή, όπου φτώχεια και μουρμούρα, γι’ αυτό και δεν θα τα σχολιάσω. Ίσως το σοκ του εκλογικού αποτελέσματος τους βοηθήσει να βρουν τον δρόμο τους. Για το καλό της πολυφωνίας και του δημοκρατικού πολιτεύματος, φυσικά. Έτσι κι αλλιώς το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: δεύτερο ΚΚΕ δεν σηκώνει ο τόπος.

Στα του ΠΑΣΟΚ, τώρα. Ξαφνιάζει ευχάριστα η μετεκλογική συμπεριφορά του. Σαν να σοβάρεψε ξαφνικά. Πορεύεται χωρίς πανηγυρισμούς και τυμπανοκρουσίες και δείχνει να έχει στρωθεί στη δουλειά. Αυτό ίσως κάτι υποδηλώνει. Αρκεί να μην επαναπαυτούν γιατί αυτή την ώρα ο λαός «την πάσα ελπίδα» του σ’ αυτούς την έχει αποθέσει και είναι κρίμα να γελαστεί ξανά.

Τώρα, όσον αφορά την ταπεινότητά μου, δεν το έκρυψα ποτέ πως είμαι μέλος του ΠΑΣΟΚ, κι από τα πιο παλιά μάλιστα, γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να δίνω εξετάσεις ή να προσπαθώ να περάσω την όποια βάση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια σε καμιά περίπτωση πως δεν βλέπω τα στραβά και τα ανάποδα και πως δεν τα επισημαίνω. Άλλωστε όταν χρειάστηκε να διαχωρίσω τη θέση μου από το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, το έκανα χωρίς να φοβηθώ κανένα και χωρίς να υπολογίσω κόστος και συνέπειες.

Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2009

Μήνυμα χωρίς αποδέκτη;

Έκλεισαν οι κάλπες, άδειασαν, και γέμισαν τα μεγάλα τραπέζια με μικρά άψυχα χαρτάκια, τα ψηφοδέλτια, που έμειναν στοιβαγμένα και ταξινομημένα κατά κόμμα και κομματίδιο. Μόνο που…, μόνο που κάτι δεν πήγαινε καλά στην όλη ιστορία. Λίγα, τα μισά σχεδόν απ’ όσα θα έπρεπε να είναι, βρέθηκαν. Πώς λέμε «εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης…», λειψός! Ε, κάπως έτσι, λειψά ήταν και τα χαρτάκια, τα άψυχα, και αντίστοιχα πολλά, πάρα πολλά, τα ονόματα στους εκλογικούς καταλόγους, που δεν είχαν πάνω τους τραβηγμένη τη γραμμή, σημάδι πως ο κάτοχός τους δεν είχε μπει στον κόπο, δεν είχε κάνει την τιμή, τέλος πάντων, να ασκήσει το υπέρτατο δημοκρατικό του δικαίωμα, να ψηφίσει δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, το κόμμα της αρεσκείας του. Τι κι αν επρόκειτο για ευρωεκλογές! Τι κι αν άμεσα δεν θ’ άλλαζε η μοίρα του, ούτε ο τρόπος ζωής του, αφού αντιπροσώπους για την Ευρωβουλή επρόκειτο να εκλέξει κι όχι κυβέρνηση. Κι όμως όλα είχαν αποκτήσει ξαφνικά ένα ενδιαφέρον παράταιρο κι είχαν πάρει μια τροπή που μόνο σαν δραματική θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει.

Η αλήθεια είναι πως η ζωή του τα τελευταία χρόνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Κάτι η ανικανότητα και η έλλειψη προγραμματισμού, κάτι η συγκυρία, διεθνής κρίση και τέτοια, κάτι τα σκάνδαλα που πριν χωνέψει καλά καλά το ένα ξεσπούσε το άλλο, κάτι που έπρεπε συνέχεια να βάζει το χέρι στη τσέπη για να πληρώνει της κακοδιαχείρισής τους το τίμημα, είχε περιπέσει από την οργή και τον δίκαιο θυμό, σε μια αποχαύνωση και μια αδιαφορία τέτοια, που κι ο ίδιος δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Πού οι εποχές που χαλούσε τον κόσμο με το παραμικρό, που συμμετείχε αγωνιστικά σε συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, που έπαιρνε μέρος σε απεργίες και συλλαλητήρια! Τώρα τίποτα απ’ αυτά δεν τον συγκινούσε. Είχε μαζευτεί στο καβούκι του, κοίταζε τη δουλίτσα του, όσο την είχε κι αυτή, τίναζε και καμιά Χριστοπαναγία πότε πότε κι αυτό ήταν όλο. Έτσι, μόνο από κάπου στο βάθος, αχνά, έφταναν στ’ αυτιά του οι κραυγές και τα απροσδιόριστης έντασης επιχειρήματα, ανακατεμένα με φωνασκίες, που στόχο είχαν τον εντυπωσιασμό και μόνο. «Κλείσατε τη Βουλή, επιλέξατε την παραγραφή, αφήνετε ατιμώρητους όσους ευθύνονται», κραύγαζε το ΠΑΣΟΚ, «εσείς κάνατε χειρότερα, το σκάνδαλο της Siemens είναι δικό σας», και τα λοιπά και τα λοιπά, απαντούσε αυθάδικα η κυβέρνηση.

Στο δικό της μοτίβο η Αριστερά με το ΚΚΕ να σηκώνει την παντιέρα της ανυπακοής, να τα χάνει με τον Γερμανό και τους χαμηλούς μισθούς που πληρώνει σ’ αυτούς που εργάζονται στις επιχειρήσεις του, κι όταν του τα επισημαίνουν, να αντιδρά σπασμωδικά, μιλώντας, τάχα μου, για προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές μανίες και τον ΣΥΡΙΖΑ αφ’ υψηλού κριτή και αρνητή των πάντων μ’ αυτό το αυθάδικο, το αλανιάρικο, ύφος του Αλαβάνου που τσάκιζε κόκαλα. Στον δικό τους ρυθμό, ακολουθώντας τους μεγάλους, εξέπεμπαν και τα μικρότερα κόμματα υστερία και πάθος κενό. Όλα στη μάχη της επικοινωνίας και του εύκολου εντυπωσιασμού. Ποιος να φωνάξει πιο πολύ, ποιος να καταγγείλει πρώτος τους άλλους, τα ζύγια πήραν και τα μετράδια για να βρουν ποιος έκλεψε τα περισσότερα και τέλος, μέσα στην αναμοχλευόμενη μπόχα, ποιος να πολώσει και ποιος να φανατίσει περισσότερο.

Κυριακή 7 Ιουνίου, της Πεντηκοστής και Θεοδότου Αγκύρας, κατά το ημερολόγιο. Παραμονή του Αγίου Πνεύματος που είθισται, λέει, με την επιφοίτησή του να φωτίζει τα μυαλά. Πανσέληνος και ο ήλιος μάς είχε κάνει την τιμή να ανατείλει από τις έξι και τρία πρώτα λεπτά. Η μέρα έξω ήταν χαρά Θεού. Και η θάλασσα γαλήνια, στο χρώμα τ’ ασημιού, ξελογιάστρα. Αποβραδίς είχαν στηθεί οι κάλπες και οι κομματικοί στρατοί, όσοι κινητοποιήθηκαν τελικά, είχαν αποθέσει τα όπλα τους. Οι πολιτικοί αρχηγοί είχαν δώσει τον καλύτερό τους εαυτό προκειμένου να πείσουν τον παντοδύναμο, αυτή τη μέρα, Λαό να πάει να ψηφίσει. Η αλήθεια είναι πως μια έγνοια την είχε κι ας ήταν πραγματικά παραζαλισμένος. Ακόμη άκουγε στ’ αυτιά του τα έωλα επιχειρήματα και έβλεπε ολοζώντανους στα μάτια του τους παπαγάλους που επιστράτευσαν να πετούν αλαφιασμένοι κρώζοντας «Καταστροφή, καταστροφή, φόροι, φόροι, κι άλλοι φόροι» στην προσπάθειά τους να διακωμωδήσουν τη δεινή θέση που είχε περιέλθει από την πιο άθλια διακυβέρνηση που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Μεταπολιτευτικά τουλάχιστον.

Ήταν θυμωμένος. Πολύ όμως. Το αίμα μέσα του έβραζε. Με μεγάλη προσπάθεια συγκρατούσε την οργή που αισθανόταν να τον πλημμυρίζει.

«Θα πάω», σκεφτόταν, «και θα τους μαυρίσω ή καλύτερα θα γεμίσω την κάλπη με σκατά για να μάθουν οι κερατάδες».

Κάπου εκεί άρχισε να το ξανασκέφτεται πιο ψύχραιμα.

«Κι ύστερα;» αναρωτήθηκε. «Να πάω να ψηφίσω για να φύγουν τούτοι και να ’ρθουν ποιοι; Να μου κάνουν τι στο τέλος τέλος έτσι ρημάδι που κατάντησαν τη χώρα; Εγώ ελπίδα έτσι κι αλλιώς, δεν έχω, δεν πάνε να κόψουν τα κεφάλια τους, οι αλήτες!»

Και να δεις που αυτή, η δεύτερη σκέψη, επικράτησε, έβαλε το μαγιό του, και στα μουντά εκλογικά κέντρα μάταια τον περίμεναν. Και το βράδυ, σαν τέλειωσε η καταμέτρηση, νικητής αναδείχτηκε αυτός. Αυτός που δεν πήγε. Η ΑΠΟΧΗ και πάσης Ελλάδος με ένα σαράντα επτά κόμα τόοοσο, με το συμπάθιο.

Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν σοφό κι ας τον υποτιμούσαν κάποιοι τον Λαό μας κι ας τον οικτίριζαν. Την τιμώρησε την κυβέρνηση σκληρά. Την έστειλε σεμνά και ταπεινά εκεί, εκεί, στη β’ Εθνική φορτωμένη με τέσσερα και κάτι μπαλάκια. Και παράλληλα ψαλίδισε τα φτερά του πρώτου, του ΠΑΣΟΚ, αφού παρά τη μεγάλη διαφορά και την αδιαμφισβήτητη νίκη του, πήρε σημαντικά λιγότερες ψήφους από αυτές που είχε πάρει όταν έχασε. Τέτοια ψυχανωμαλία ο σοφός λαός! Από κει κι ύστερα το Χάος. Το ΚΚΕ έτσι κι αλλιώς στον κόσμο του ήταν και εκεί εξακολουθεί να βρίσκεται, αφού θεωρεί νικητή τον εαυτό του κι ας του γύρισαν την πλάτη κάπου 150.000 απ’ αυτούς που το είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι, πήρε κάτι παραπάνω από αυτό που του άξιζε και ο μόνος που έχει λόγους να πανηγυρίζει, όσο κι αν πρέπει να μας προβληματίζει αυτό, είναι ο Καρατζαφέρης. Α, κι οι Οικολόγοι-Πράσινοι που μέσα στην αναμπουμπούλα τσίμπησαν ένα αξιοπρεπές 3,4% κι έβγαλαν ευρωβουλευτή.

Οι ψηφοφόροι τελικά το έστειλαν, για άλλη μια φορά, το μήνυμα. Σοφό και μελετημένο. Το ερώτημα είναι: Οι άλλοι το πήραν; Και καλά της κυβέρνησης. Αυτοί το παιχνίδι το έχουν χάσει προ πολλού κι ο δρόμος που έχουν διαλέξει είναι αδιέξοδος, χωρίς επιστροφή. Το ζητούμενο είναι αν το πήρε το ΠΑΣΟΚ, που πρέπει τώρα να βάλει τα δυνατά του για να πείσει πως πράγματι θέλει και μπορεί να δώσει ελπίδα στον δύσμοιρο Έλληνα. Να τον κάνει κοινωνό των προβλημάτων και να τον παρακινήσει ν’ ανασκουμπωθεί πρώτα για να δώσει την τελική μάχη κι ύστερα να παλέψει για να τα βγάλει πέρα.

Δευτέρα, Μαΐου 25, 2009

Εκλογές


Ούτε το άρωμά τους δεν πήραμε. Τσάμπα η διαδικασία δηλαδή και τα έξοδα που θα μας φορτώσουν. Πού άλλοτε που και μόνο το άκουσμα της λέξης ήταν ικανό να ηλεκτρίσει, να ξεσηκώσει θύελλες, να γιγαντώσει μίση και πάθη και να φανατίσει τα πλήθη που, αλλόφρονα, με πλαστικά σημαιάκια στα χέρια και την ψυχή γεμάτη θυμό, ξεχύνονταν στους δρόμους και γέμιζαν ασφυκτικά τεράστιες πλατείες για ν’ ακούσουν τον αρχηγό της παράταξής τους και, κατά τη γνώμη τους, σωτήρα.

Τραγούδια επαναστατικά-ανατρεπτικά από τη μια, πατριωτικά από την άλλη, μην πάμε πίσω, κι ο χορός καλά κρατούσε. Τίγκα τα εκλογικά κέντρα, ατέλειωτες φάλαγγες τα αυτοκίνητα, κορναρίσματα, κουστωδίες, ντουντούκες για τα συνθήματα κι ένας λαός που ζούσε στην παραζάλη, έμπλεος ιδεών και ενθουσιασμού που στην πράξη αποδεικνυόντουσαν κούφια λόγια, μεγάλα.

Με απορία μαθαίναμε τι γινόταν έξω σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Εκεί που κανείς δεν νοιαζόταν για τέτοιου είδους φιέστες και που νικητής πραγματικός και αδιαμφισβήτητος ήταν η αποχή. Ακούγαμε εμείς εδώ πως πήγαινε να ψηφίσει μόλις το 30-40% και κάτι παθαίναμε. Ούτε να το εξηγήσουμε μπορούσαμε ούτε ν’ αντιληφθούμε τον τρόπο σκέψης αυτών, των πολιτισμένων, που εμείς τους χαρακτηρίζαμε ξενέρωτους. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν αφού δεν είχαν αίμα μέσα τους να βράζει, δεν είχαν ιδεολογίες ούτε ιδανικά. Ενώ εμείς εδώ είχαμε απ’ όλα. Και έξαψη που περίσσευε και καβγάδες και επεισόδια και συμπλοκές καμιά φορά για μια αφισοκόλληση. Μέχρι τον στρατό βάζαμε να φυλάει τις κάλπες. Αμέ; Τι νόμιζες; Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Και εγένετο παραμονές εκλογών, ευρωεκλογών έστω, να μην κινείται φύλλο. Κανείς, πλην των άμεσα ενδιαφερομένων, να μη νοιάζεται για το παραμικρό πέρα από την αγωνία με κουτσομπολίστικη διάθεση για τα ονόματα των επικεφαλής κι οι κομματικοί στρατοί να μη λένε ν’ αντιπαραταχθούν. Τι να φταίει, άραγε; Γίναμε κι εμείς Ευρωπαίοι ή μήπως καταλάβαμε την κοροϊδία έστω κι αργά;

Μαριέττα, άκου!

Η αλήθεια είναι πως οι ηγεσίες των κομμάτων έκαναν και κάνουν το παν για να μας ξεκουνήσουν από την πολυθρόνα και με λόγους πύρινους προσπαθούν να πολώσουν το κλίμα. Πρώτη η κυβέρνηση που έκλεισε άρον άρον τη Βουλή κι έδωσε το σύνθημα για γενική επίθεση. Με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να μπαίνει στη μάχη και να ορίζει τις θέσεις των επιτελών και των μαχητών του. Στη θέση του αρχιστράτηγου έβαλε τη Μαριέττα Γιαννάκου, εκ πρώτης όψεως συμπαθή, που κέρδισε την αγάπη του κόσμου με το προσωπικό της δράμα. Αλλά, δυστυχώς για τον ίδιο, η Μαριέττα είναι πια καμένο χαρτί.

Οι ίδιοι, οι άνθρωποι της παράταξης της, φρόντισαν να το κάψουν όταν μέσα στον ενθουσιασμό της νίκης μοίραζαν τα λάφυρα. Στην άτυχη Μαριέττα έλαχε το Παιδείας. Η αλήθεια είναι πως η πρόκληση ήταν μεγάλη. Πάντα ο χώρος αυτός ή αναδεικνύει ηγέτες ή καταστρέφει προσωπικότητες και πολλά υποσχόμενες πολιτικές καριέρες. Η Μαριέττα τυφλωμένη από τη μέθη της εξουσίας και με το Ναπολεόντειο του χαρακτήρα της, αν και πανέξυπνη, είδε το τυρί αλλά δεν αντιλήφθηκε τη φάκα που το είχε παγιδευμένο. Κι έτσι σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αντηχούσαν στους πέριξ του Συντάγματος δρόμους μαθητικοφοιτητικές ιαχές του τύπου «Μαριέττα Γιαννάκου, τη φωνή μας άκου…» που, βέβαια, δεν την άκουσε. Πίστεψε τις διαβεβαιώσεις του Ρουσόπουλου πως την καλύπτει, τάχα μου, η κυβέρνηση και το ’παιξε σκληρή και αδιαπραγμάτευτη.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Κάτι το βιβλίο της Ιστορίας με τον «συνωστισμό της Σμύρνης», κάτι η κυβέρνηση που δεν άντεχε στα δύσκολα, κάτι οι εσωκομματικές ισορροπίες και τα συναδελφικά μαχαιρώματα και νάσου την Μαριέττα παραιτημένη, έρημη και μόνη, σαν την καλαμιά στον κάμπο, που λένε. Στην κυριολεξία όμως. Και οι εκλογές που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν απλώς αυτό που όλοι, πλην της ιδίας, έβλεπαν. Ούτε βουλευτής δεν εξελέγη η πολύπαθη Μαριέττα. Το πήρε βαριά, είναι αλήθεια. Δεν ήταν και λίγο αυτό που της είχε συμβεί. Ακολούθησε χειμώνας βαρύς. Το όποιο έργο της άρχισε να ξηλώνεται, οι φίλοι την εγκατέλειψαν, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε πια, μια μαυρίλα την τύλιξε, ε, δεν είναι και υπεράνθρωπος, ήρθε και πλάνταξε η γυναίκα.

Τον Χάρο τον ίδιο είδε με τα μάτια της. Ευτυχώς που την τελευταία στιγμή πάτησε φρένο, έδωσε μάχη γενναία και του ξέφυγε. Συγκίνησε πολλούς με τη γενναιότητά της αυτή κι από απόβλητη ξανάγινε η παράκλητη. Η από μηχανής θεός, αυτή που θα έσωζε την παράταξη και θα έδινε μια μάχη τόσο κρίσιμη που όμως εξακολουθεί να μη συγκινεί κανένα. Μόνο που το «Μαριέττα άκου» θα πρέπει να ηχεί στ’ αυτιά της ακόμη.

Εσύ ξέρεις την αλήθεια

Κι ενώ το κλίμα δεν λέει ν’ αλλάξει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Πρωθυπουργού που κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ για δήθεν καταστροφολογία και προσπάθεια μηδενισμού των πάντων και τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να θέτει το «αρχαϊκό» δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», σκηνές φρίκης πάνε να ζωντανέψουν στην τηλεόραση. Τα πουλιά που μας πήραν το κατόπι κρώζοντας «πανικός, πανικός, καταστροφή…, θα χάσεις τη δουλειά σου, φόροι, φόροι, νέοι φόροι, καταστροφή…» για να μας απαλλάξει τελικά μια φωνή ιδιαίτερα πειστική και καθησυχαστική: «Ακούστε τώρα και την αλήθεια». Όπου αλήθεια, κατά τη φωνή, είναι πως η Ελλάδα έχει σχέδιο. Πως πρώτη από τις χώρες της ευρωζώνης πήρε μέτρα. Πως είναι από τις ελάχιστες χώρες με θετικό ρυθμό ανάπτυξης και χαμηλότερη ανεργία, πως, πως, πως…

Κι όμως, εσύ την ξέρεις την αλήθεια γιατί την ζεις καθημερινά. Γιατί η κατάντια της χώρας δεν είναι στη φαντασία του ΠΑΣΟΚ μόνο. Η αλήθεια είναι πως η ανάπτυξη είναι μηδενική, πως όλοι δείκτες βρίσκονται στο κόκκινο, πως η αγορά στενάζει, πως οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια, πως οι επιταγές μένουν ακάλυπτες, επιχειρήσεις κλείνουν και η ανεργία καλπάζει.

Η αλήθεια είναι πως ο μισθός σου έμεινε καθηλωμένος και σύνταξη θα πάρεις του Αγίου Ποτέ ανήμερα, αφού τα αποθεματικά των ταμείων έγιναν ομόλογα δομημένα, από αυτά που στη συνέχεια βάφτισαν τοξικά. Η αλήθεια είναι πως βιάζονται να ξεμπερδέψουν με τις ευρωεκλογές για να σου ρίξουν κατακέφαλα τα νέα μέτρα, μιας και τα παλιά δεν απέδωσαν -πώς ν’ αποδώσουν, εδώ που τα λέμε, με τέτοια ύφεση και τόση διαφθορά και κακοδιαχείριση- κι άδειασαν τα ταμεία. Αλλά εντελώς, λέμε. Και την ίδια ώρα το δημόσιο χρέος ξέφυγε από κάθε πρόβλεψη κι απειλεί να μας πνίξει. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια, δυστυχώς. Όσο για το πουλάκι, τον Χριστοφοράκο, ντε, της Siemens, αυτό πάει, πέταξε κατά Γερμανία μεριά και μας χαιρετά με αγάπη. Όσο για το σκάνδαλο, σίγουρα θα ακολουθήσει την πορεία του Γερμανού, των ομολόγων, των κουμπάρων, του Βατοπεδίου και δεν συμμαζεύεται.

Τώρα την αλήθεια εσύ την ξέρεις. Ωμή. Πραγματική. Η χώρα χτυπάει όρια, το ΚΚΕ θέλει κι αυτό τον Γερμανό του, στον Συνασπισμό τρώγονται μεταξύ τους κι η κυβέρνηση καραδοκεί. Το τέλος των ψευδαισθήσεων συμπίπτει με την ημέρα των ευρωεκλογών. Γι’ αυτό μην τους αφήσεις να σε ξεγελάσουν πάλι.

Σάββατο, Μαΐου 02, 2009

Απεργία πείνας

Κάποιοι σίγουρα πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη από τον Θεοδόση που στο, αποστεωμένο από την απεργία πείνας, πρόσωπό του απεικονίζεται ολοκάθαρα το κράτος της πλάκας που κάποιοι διαμόρφωσαν και που πεισματικά εξακολουθεί να υπάρχει, να μας κυβερνά και να μας δυναστεύει. Τον καθένα από μας. Τον ανώνυμο, τον απλό πολίτη που δυστυχώς έχει μετατραπεί σε αδύναμο υπήκοο. Το έγκλημα του Θεοδόση ποιο; Κάποιες μικροπαρανομίες στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Ποινή; Ο εξοβελισμός από το δικαίωμα στην εργασία και κατά συνέπεια από την ίδια τη ζωή.

Η ποινή; Θάνατος με λίγα λόγια. Επειδή κάποιοι τυπολάτρες οχυρώθηκαν (;) πίσω από νόμους, άρθρα και παραγράφους. Επειδή την ανθρωπιά και την επιείκεια, το μεγαλείο που πρέπει να διέπει ένα σύγχρονο κράτος, το αντικατέστησε για άλλη μια φορά το ψυχρό, το άψυχο γράμμα του Νόμου. Ο Θεοδόσης από τη μεριά του, νικητής, ξεπέρασε τα όποια του προβλήματα, δημιούργησε οικογένεια κι έπιασε δουλειά. Όχι κάποια σπουδαία σαν κι αυτές που αποφέρουν στον κάτοχό τους δόξα και χρήμα. Όχι. Στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου προσλήφθηκε, πριν από 10 τόσα χρόνια, σαν συμβασιούχος. Κι όταν με βάσανα πολλά κι αγώνες ήρθε η ώρα της δικαίωσης με τη μορφή της μονιμοποίησης, κάποιοι του είπαν ΟΧΙ γιατί δεν είχε, λέει, καθαρό Ποινικό Μητρώο κι οι «κύριοι αρμόδιοι» αρνήθηκαν να του δώσουν χάρη. Λες και το βρώμικο Ποινικό Μητρώο τον εμπόδιζε να καθαρίζει τις βρωμιές μας τόσα χρόνια τώρα.

Αυτές τις μέρες ο Θεοδόσης δίνει τη δική του μεγάλη μάχη μπροστά από το Δημαρχείο Ρεθύμνης και είμαστε όλοι μαζί του. Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα του, φωνάζουμε δυνατά ΝΤΡΟΠΗ στους κάθε λογής εξουσιαστές και απαιτούμε την άμεση ικανοποίηση του αιτήματός του μαζί με μια συγγνώμη που όμως δεν αρκεί. Σήμερα. Τώρα. Προτού καταρρεύσει εντελώς ο άνθρωπος κι έχουμε κι άλλα. Θεοδόση, Κουράγιο!

Tέλος καλό

Πάει κι αυτό! Μ’ αυτή τη φράση με υποδέχτηκαν στο γραφείο μου μόλις γύρισα, εκεί κατά τις τρεις το μεσημέρι τής Πέμπτης 30 Απριλίου. Από πού; Από τα δικαστήρια. Τι δουλειά είχα εκεί; Α, μπα, τίποτα το σοβαρό. Ένα μικρό διάλλειμα από τις καθημερινές μου ασχολίες έκανα, καθισμένος στο εδώλιο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, παρέα με τον εκδότη της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση», κατηγορούμενοι επειδή τόλμησα να γράψω κι η εφημερίδα να δημοσιεύσει ένα άρθρο με τον τίτλο «Περί οικισμών, συνέχεια» που αφορούσε το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στους παραλιακούς οικισμούς του Νομού.

Το άρθρο μου αυτό ενόχλησε τον Προϊστάμενο της Πολεοδομίας Ρεθύμνης κ. Μιχάλη Δεληγιαννάκη, που θεώρησε πως στα γραφόμενά μου αναγνωρίζει τον εαυτό του και χωρίς πολλά πολλά «μου την άναψε». Τι κι αν απολογούμενος σε προανακριτικό στάδιο είχα δηλώσει ρητά πως στον μόνο που δεν αναφερόμουν ήταν ο κ. Δεληγιαννάκης. Τι κι αν στο άρθρο μου «Προσοχή !!! Μηνύσεις!» που ακολούθησε διερρήγνυα τα ιμάτιά μου, τίποτα αυτός! Εκεί! Την κεφαλή μου ήθελε επί πίνακι, είτε έφταιγα είτε όχι. Έτσι λοιπόν και μετά από τρεις αναβολές φτάσαμε στη Μεγάλη Ημέρα της Κρίσεως. Εγώ καθισμένος στο σκαμνί κι ο κ. Δεληγιαννάκης με τη ρομφαία. Πάνω μου. Πάνω από το κεφάλι μου. Επίμονος. Πείσμων. Με το δίκιο που θεωρούσε πως έχει, να τον πνίγει. «Βρε, χριστιανέ μου», δήλωσαν στην αρχή της διαδικασίας οι δικηγόροι, «ο άνθρωπος δεν αναφερόταν σε σένα. Δεν ήθελε να σε θίξει, το είπε από την αρχή, τι άλλο να κάνει δηλαδή;»

«Δέχεστε τη δήλωση του κατηγορουμένου;» ρώτησε τον μηνυτή μου η Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

«Όχι, γιατί ’ναι ψεύτικη και προσχηματική ενόψει της δίκης», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι αφού δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης. Με όλα τα τυπικά. Με τον μηνυτή να ξεδιπλώνει τα σημεία που, κατά τη γνώμη του, τον έθιγαν και τους δικαστές να ρωτούν και να προσπαθούν να καταλάβουν πώς, μόνος αυτός από τις δεκάδες συμβούλων του Νομάρχη (αιρετών, μόνιμων και επί συμβάσει), έκρινε πως η αναφορά μου σε κακούς και ανίκανους συμβούλους αφορά τον ίδιο. Κι όμως, ο κ. Δεληγιαννάκης επέμεινε μέχρι τέλους, κάνοντας παράλληλα αναδρομή στο πρόβλημα των 800 μέτρων και δηλώνοντας ρητά και κατηγορηματικά πως αυτός ήταν εξαρχής αντίθετος και πως το όλο νομοθέτημα το θεωρεί καταστροφικό και παράνομο.

Έφτασε κι η σειρά μου. Απάντησα στις ερωτήσεις. «Αν ήθελα να αναφερθώ στον κ. Δεληγιαννάκη, θα το έκανα με τρόπο ευθύ και όχι δια της τεθλασμένης», είπα, υπερασπίστηκα τον τιμητικό τίτλο του ενεργού, σκεπτόμενου και σκληρά φορολογούμενου Έλληνα Πολίτη και το δικαίωμά μου να σχολιάζω ελεύθερα και να κριτικάρω πράξεις και παραλείψεις της Διοίκησης, στα πλαίσια πάντα των Νόμων και του Συντάγματος.

Τελικά τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς μου και με αθώωσε πανηγυρικά. «Και στην άλλη με καλό», μου είπε ο δικηγόρος μου (ο φίλος Βαγγέλης Μουνδριανάκης, τον οποίο ευχαριστώ και δημόσια) βγαίνοντας. «Άστο, δεν θα πάρω άλλο», τ’ απάντησα, «χόρτασα από την πρώτη».