Τετάρτη, Φεβρουαρίου 25, 2009

Καρναβάλι

Πότε πρόλαβε κι άνοιξε το Τριώδιο, για πότε έφτασε η Τσικνοπέμπτη κι η Κυριακή της Απόκρεω, ούτε που το κατάλαβα. Κι αν έλειπαν τα πολύχρωμα σημαιάκια στους δρόμους κι οι παράξενες χαρωπές φιγούρες που είναι τοποθετημένες εδώ κι εκεί να μου το θυμίζουν πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ούτε που θα μου περνούσε καν από το μυαλό πως έχουμε Απόκριες. Κι όμως, να, αύριο, μεθαύριο είναι της Τυρινής, με τις μασκάρες, λέει, και τον βασιλιά Καρνάβαλο να ’χει την τιμητική του.

Ξώφαλτσα πέρασαν οι Απόκριες φέτος και δεν με άγγιξαν. Μέσα στη γκρίνια και τη μουρμούρα. Κι απόμεινε η αναμονή του καρναβαλιού μόνο. Αλλά έτσι όπως έχει καταντήσει κι αυτό ξεκομμένο από την καθημερινότητα, κινδυνεύει να μοιάζει με μια φιέστα τυποποιημένη. Τι να φταίει άραγε για τη συμπεριφορά μας αυτή; Μην είναι η οικονομική κρίση και η ύφεση που μας απειλεί; Μην είναι οι αναδουλειές και η αβεβαιότητα που δεν αφήνει το μυαλό να ξεθολώσει και το κέφι να φουντώσει; Σίγουρα είναι όλα αυτά μαζί και τίποτα ξεχωριστό. Κι άλλοτε είχαμε δυσκολίες. Άλλωστε σε τούτη τη χώρα όλο από στενωπό σε στενωπό βρισκόμαστε κι όλο βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ χωρίς ποτέ να μπορούμε να βγούμε στην έρημη έξοδο. Και παλιότερα τα ’φερνε ο κόσμος δύσκολα βόλτα. Ίσως και να ήταν χειρότερα τότε γιατί υπήρχε φτώχεια πραγματική. Πείνα και των γονέων, που λένε. Που όμως δεν εμπόδιζε τον κόσμο να γλεντήσει, να σατιρίσει, να κοροϊδέψει τις πίκρες και τα βάσανά του, να ξεφαντώσει. Μασκαράδες αυτοσχέδιοι, εκ του προχείρου ντυμένοι με το βρισκούμενο, με παλιόρουχα, μεσοφόρια, βράκες, μουτζούρες στο πρόσωπο και κουδούνια στο σώμα, που σχημάτιζαν παρέες στο άψε σβήσε και γέμιζαν με τραγούδια και χαρούμενες φωνές τα σοκάκια.

Τσίκνιζαν στα σπίτια οι νοικοκυρές και μοσχομύριζαν οι γειτονιές από τηγανισμένο χοιρινό λίπος και ξύδι. Κι έβλεπες πρόσωπα ξαναμμένα, με μύτες κατακόκκινες από το κρασί, να ρίχνονται με μανία στο γλέντι και άλλους που έστηναν στο πι και φι παραστάσεις και σκετσάκια με χοντροκομμένα αστεία, σόρδινα και ξετσιπωσιές, που ήταν καλοδεχούμενες κι απογείωναν το κέφι. Αυτά από νωρίς μέχρι αργά το βράδυ. Γιατί το πρωί πάλι είχε δουλειά και βάσανα που δεν είχαν τελειωμό. Αυτά τότε. Γιατί τώρα, δυστυχώς, εμείς οι ίδιοι είμαστε για τα καρναβάλια. Κανείς μας δεν νοιάζεται πια για το γλέντι. Έλειψε ο ενθουσιασμός μαζί κι οι μερακλήδες που ξεσήκωναν τους άλλους κι απόμειναν οι ομάδες κι οι σύλλογοι που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανό το καρναβάλι τουλάχιστον. Και πάλι καλά, δηλαδή. Γιατί διαφορετικά ποιος θα οργάνωνε το πανηγύρι, ποιος θα έβγαζε τον κόσμο στους δρόμους και ποιος θα έφτιαχνε, εντέλει, τα άρματα που σατιρίζουν, εκτός των άλλων, και την επικαιρότητα;

Τα μάθατε πιστεύω. Κάποιος σύλλογος, λέει, φίλων του Αγίου Όρους (;) κίνησε τη διαδικασία κι έφτασε στα δικαστήρια προκειμένου να απαγορέψει το άρμα που σατιρίζει τον Εφραίμ, να παρελάσει. Δίκιο έχουν οι άνθρωποι. Εδώ, στη χώρα της πλάκας που ζούμε, ο Εφραίμ μας μάρανε; Εδώ βγήκε κοτζάμ πρωθυπουργός και ζήτησε συναίνεση στην οικονομία για να ξεπεραστεί η κρίση κι αντί για γιούχα, εμείς τον πήραμε στα σοβαρά. Συναίνεση ζήτησε από τα κόμματα, από τους εργαζόμενους και τους κοινωνικούς εταίρους κι όλους εμάς. Μόνο που ήταν εκ του πονηρού η πρότασή του. Γιατί βέβαια δεν ήμασταν εμείς αυτοί που έκαναν την περιβόητη απογραφή, που λεηλάτησαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, που ξεπούλησαν δημόσιες επιχειρήσεις και που χάρισαν στη συμμορία του Εφραίμ τη μισή Ελλάδα. Και τώρα ζητά συναίνεση! Ζητά δηλαδή να συμφωνήσουμε και να πληρώσουμε με τη θέλησή μας τον τεράστιο λογαριασμό που δημιούργησε η ανικανότητα της κυβέρνησής του.

Δεν μπορεί, βρε παιδιά, πλάκα μάς κάνουν. Να δηλώσει ο δήμος της Πάτρας πως τιμά το έργο του Εφραίμ, ζητούσαν επιτακτικά αυτοί που κατέφυγαν στα δικαστήρια. Κι εγώ απορώ με τον δήμαρχο της Πάτρας που επέμεινε στην άρνησή του. Πράγματι αξίζουν έπαινοι στον Εφραίμ, όπως αξίζουν και στον Παλαιοκώστα και τον άλλο, τον Ριτζάι. Δεν είναι λίγο, εδώ που τα λέμε, να τους τα πάρει όλα ο πρώτος και να τους φύγουν μέσα από τις φυλακές με ελικόπτερο οι τελευταίοι. Πάντως καλύτερη εποχή δεν μπορούσαν να βρουν από την τωρινή. Μέσα στις Απόκριες, δηλαδή. Παραμονές του καρναβαλιού και με τον πρωθυπουργό να κόπτεται για συναίνεση.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

Στου Περαία το λιμάνι

Με ευχολόγια και μέτρα αποσπασματικά, λύση δε βρίσκεται. Ούτε με «πακέτα» που στόχο έχουν τη μετάθεση του προβλήματος. Χρειάζεται σοβαρή πολιτική, προγραμματισμός και γενναία μέτρα για να στηριχθούν οι αγρότες. Αυτά έγραφα, μεταξύ άλλων, πριν από λίγες μέρες, τότε που τα μπλόκα είχαν κόψει την Ελλάδα στα δύο και απειλούσαν επικίνδυνα την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς.
Είχε ανακοινωθεί μόλις το «πακέτο» των 500 εκατομμυρίων ευρώ κι είχαν αρχίσει τα κόψε-ράψε, προκειμένου να εξειδικευτούν οι τομείς που περιλάμβανε και να καθοριστούν οι καλλιέργειες και τα προϊόντα που αφορούσε. Τα λεφτά ήταν και πολλά και λίγα. Σίγουρα ήταν πολλά για τα δύσκολα οικονομικά των καιρών κι αν έλειπαν οι δημοσκοπήσεις που πάνε κατά διαόλου κι οι μέρες που ’ναι γκαστρωμένες και πονηρές και δεν γνωρίζουμε πού θα μας βγάλουν, σίγουρα δεν θα τα βλέπαμε ούτε αυτά. Επί της ουσίας όμως τα χρήματα ήταν λίγα, απελπιστικά λίγα, κι ήταν αδύνατον να καλύψουν τις απαιτήσεις των αγροτών. Γι’ αυτό και το παζάρεμα, το κόψε-ράψε, κι οι ξεχωριστές, κατά μπλόκο, συνομιλίες.
Από την αρχή είχε διαφανεί η προσπάθεια της κυβέρνησης να εφαρμόσει το «διαίρει και βασίλευε» ικανοποιώντας κάποια αιτήματα των αγροτών και διαπραγματευόμενη προνομιακά με κάποιους. Ολοφάνερο ήταν πως «ο κάμπος» και τα προϊόντα του είχε την τιμητική του. Το καλαμπόκι, τα σιτηρά και το βαμβάκι, μονοπώλησαν τη διαπραγμάτευση κι απέσπασαν τελικά τη μερίδα του λέοντος, του, έτσι κι αλλιώς, αναιμικού πακέτου. Ήταν κι ο Λαρισινός Σουφλιάς βλέπετε, ο άρχοντας του κάμπου που νοιαζόταν, ήταν κι ο Τρικαλινός Χατζηγάκης που κρατούσε και το μαχαίρι και το πεπόνι. Κάπως έτσι έμειναν στην απέξω νησιώτες και βορειοελλαδίτες, κάπως έτσι αγνοήθηκαν κι οι αγρότες κι οι ελαιοπαραγωγοί της Κρήτης. Μόνο που οι τελευταίοι είχαν πείσμα. Μπάρμπα στην Κορώνη εσείς με Χατζηγάκη και Σουφλιά, σκέφτηκαν, μπάρμπα στην Κορώνη κι εμείς με Μαρκογιαννάκη στο Δημόσιας Τάξης και ποιος μας σταματά!
Έτσι οργάνωσαν την εκστρατεία. Ντυμένοι σκολιανά, με γυαλιστερά 4Χ4 και θηριώδη τρακτέρ καλοπλυμένα, με τα πνευμόνια γεμάτα αέρα επαναστατικό και κατσούνες στα χέρια, μπήκαν στα πλοία σίγουροι πως δεν πήγαιναν για πόλεμο. Μια παρέλαση τους είχαν πει πως θα κάνουν με τρακτέρ κι αγροτικά. Από τον Πειραιά μέχρι το Υπουργείο. Ξέρεις τώρα…συνθήματα, πλακάτ, κορναρίσματα, φασαρία, χαβαλές. Αφού να σκεφτείς μέχρι κι ο Καλοχαιρέτας, που δε λείπει από πανηγύρι, ήταν μαζί τους. Μόνο που έκαναν τον λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο και εν προκειμένω τον Υπουργό, τον Μαρκογιαννάκη, τον δικό τους άνθρωπο.
Χρόνια και χρόνια στο κουρμπέτι αυτός, κατάλαβε από νωρίς πως τελειωμένη μοιρασιά δεν χαλά, είχε μαυρίσει και το μάτι του τόσο καιρό εκτός κυβέρνησης, και δεν το σκέφτηκε πολύ. Στο άψε-σβήσε τους πούλησε κι έδωσε εντολή στις κλούβες και τα ΜΑΤ να πάρουν θέση. Μην του χαλάσουν οι κακόσειροι τη μόστρα και διαταράξουν την τάξη. Έχει που έχει τις ζοχάδες του ο Μεγάλος, μην βρει αφορμή και του την ανάψει.
Πρωί, με τη δροσούλα που λένε, έφτασαν τα καράβια στον Περαία. Οι επαναστάτες ξέγνοιοι, αφού οι αρχηγοί τους ήταν ακάτεχοι από τέτοια, καβάλησαν αγροτικά και μηχανήματα και πρόβαλαν στην προβλήτα. Εκεί τους την είχαν στημένη οι Ματατζήδες. «Κάντε πέρα να περάσομε», αγρίευαν οι μεν, «δεν πάτε πουθενά», επέμεναν οι δε, ε, δεν ήθελε και πολύ, άναψαν τα πνεύματα και μαζί άρχισαν να πέφτουν και τα πρώτα χημικά.
Η αλήθεια είναι πως κακοφάνηκε στους κρητικούς. Να τρώνε σπρωξιές αξημέρωτα και να πήζουν στα δακρυγόνα με Μαρκογιάννη στην Κορώνη, δεν το χωρούσε ο νους τους. Έκαναν πίσω και πήραν τις πατάτες και τα πορτοκάλια, αυτά που θα άδειαζαν στους δρόμους, μπροστά στις τηλεοράσεις για εφέ, κι άρχισαν να τα πετούν στον εχθρό. Όμως αυτός ήταν καλά εξοπλισμένος και δεν καταλάβαινε από τέτοια. Ίσα-ίσα που πάνω στην αναμπουμπούλα τραυματίστηκαν και πεντέξι. Όπως ήταν φυσικό νικήθηκαν κατά κράτος. Κι αν έριξαν τα μούτρα τους και πήγαν στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ν’ ακούσουν δυο υφυπουργούς να τους λένε τα ίδια, για την τιμή των όπλων το έκαναν.
Άλλη μια Μάχη της Κρήτης έληξε άδοξα γιατί οι μαχητές της ήταν απονήρευτοι, βρέθηκαν ξαρμάτωτοι και με αρχηγούς ακάτεχους. Όμως ο πόλεμος δεν χάθηκε γιατί κοντοζυγώνουν οι εκλογές. Κι όσο για τον Μαρκογιαννάκη, εδώ είναι που ταιριάζει το «Άντε δα… και μόνο γεια».